Ορισμένες κοινές προϋποθέσεις εμφάνισης της «περιόδου της μεγάλης απόκλισης» (κεφαλαιοκρατική αποικιοκρατία κ.λπ.) και της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η μεταφορά τεχνογνωσίας.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Sven Beckert (καθηγητής Αμερικανικής Ιστορίας στην έδρα Laird Bell του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ) «Η Αυτοκρατορία του βαμβακιού», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022.
Ακριβώς τη στιγμή που τα προστατευτικά μέτρα περιόριζαν την πρόσβαση των Ινδών παραγωγών [και των ινδικών προϊόντων βάμβακος] στις ευρωπαϊκές αγορές υφασμάτων, τα ευρωπαϊκά κράτη και οι έμποροί τους επιβάλλονταν ολοένα περισσότερο στα διεθνή δίκτυα που τους επέτρεπαν να κατακτήσουν τις αγορές των βαμβακερών υφασμάτων στις άλλες περιοχές του κόσμου. Πράγματι, σ' αυτές τις αγορές διοχέτευαν τα βαμβακερά που αγόραζαν στην Ινδία, αλλά και από τους εγχώριους παραγωγούς. Έτσι, οι Ευρωπαίοι μπορούσαν να αυξάνουν τις αγορές υφασμάτων στην Ινδία και ταυτόχρονα να προστατεύουν τους εθνικούς τομείς της μεταποίησης, που δε μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Με τον τρόπο αυτό πραγματοποίησαν ένα θαυμαστό άθλο, μόνο και μόνο επειδή η πολεμική κεφαλαιοκρατία1 είχε επιτρέψει στους Ευρωπαίους να κυριαρχήσουν στα παγκόσμια δίκτυα [εμπορίας κ.λπ.] του βαμβακιού, ενώ παράλληλα οικοδομούσαν ακόμα πιο ισχυρά κράτη νέου τύπου, τα οποία με τις διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις τους απαιτούσαν ολοένα περισσότερους πόρους και επομένως υποστήριζαν την εγχώρια βιομηχανία.
Επιπροσθέτως, η επέκταση των αυτοκρατοριών και η ενισχυόμενη κυριαρχία των Ευρωπαίων στο παγκόσμιο εμπόριο βαμβακιού διευκόλυναν τη μετακένωση γνώσεων από την Ασία στην Ευρώπη. Οι βιοτέχνες της Ευρώπης ένιωθαν ολοένα ισχυρότερη πίεση να οικειοποιηθούν τις ασιατικές τεχνολογίες προκειμένου να ανταγωνιστούν τους Ινδούς παραγωγούς και στις τιμές και στην ποιότητα. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ευρωπαϊκή πορεία προς τη βιομηχανική παραγωγή βαμβακερών υφασμάτων βασίστηκε σε ένα από τα πιο δραματικά παραδείγματα βιομηχανικής κατασκοπείας στην ιστορία.
Τα ινδικά υφάσματα ήταν τόσο αγαπητά στους Ευρωπαίους και τους Αφρικανούς καταναλωτές επειδή μεταξύ άλλων είχαν καλύτερα σχέδια και λαμπερά χρώματα. Με την υποστήριξη των διάφορων εθνικών κυβερνήσεων, οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές [μεταποιητές], για να φτάσουν τη θρυλική ποιότητα των Ινδών ανταγωνιστών τους, συγκέντρωναν και μοιράζονταν τις γνώσεις για τις ινδικές τεχνικές παραγωγής.
Οι Γάλλοι πάσχισαν πολύ να αντιγράψουν τις ινδικές τεχνικές παρατηρώντας επισταμένα τις ινδικές μεθόδους κατασκευής [μεταποίησης]. Ο Ζωρζ Ροκ, που εργαζόταν για τη Γαλλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (Compagnie des Indes Orientales), έγραψε το 1678 [τέλη 17ου αι.] μια αναφορά για τις ινδικές τεχνικές τυπώματος με ξυλογραφικές πλάκες, η οποία βασίστηκε στις παρατηρήσεις του στην Αχμενταμπάντ και πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ανεκτίμητης αξίας. 40 χρόνια αργότερα, το 1718, τον ακολούθησε ο πατήρ Τουρπέν και κατόπιν ο Ζωρζ ντε Μπωλιέ, που ήταν ανθυποπλοίαρχος της Γαλλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, αποβιβάστηκε το 1731 στο Ποντισερρύ για να ερευνήσει πώς κατασκεύαζαν τα τσίτια οι Ινδοί τεχνίτες. Έτσι, ύστερα από αυτές και από πολλές κατοπινές προσπάθειες, οι Γάλλοι κατασκευαστές μπόρεσαν μέχρι το 1743 [α' μισό του 18ου αι.] να αντιγράψουν όλα τα ινδικά υφάσματα, εκτός από τα πιο εκλεκτά. Ωστόσο, παρά την ταχεία ιδιοποίηση των ινδικών τεχνικών, ακόμα και στα τέλη του 18ου αι. τα υφάσματα από την Ινδική Χερσόνησο εξακολουθούσαν να αποτελούν τον ορισμό της υψηλής ποιότητας. Ο Λεγκού ντε Φλαι, το 1807, θαύμαζε τις ποιότητες των ινδικών νημάτων και υφασμάτων (αγγίζουν «ένα βαθμό τελειότητας πολύ ανώτερο από όλα όσα γνωρίζουμε στην Ευρώπη») και για μια ακόμα φορά έγραψε μια σχολαστικά λεπτομερή αναφορά για τις ινδικές μεταποιητικές τεχνικές, ελπίζοντας να τις αντιγράψουν οι Γάλλοι τεχνίτες: «Όλα τα χτένια των αργαλειών στη Γαλλία πρέπει να κατασκευάζονται σύμφωνα με το πρότυπο της Βεγγάλης», συμβούλευε μεταξύ άλλων. «Μόνο τότε θα κατορθώσουμε να γίνουμε εφάμιλλοι των Ινδών στην κατασκευή της μουσελίνας τους».
Δεν άργησαν να ακολουθήσουν και άλλοι Ευρωπαίοι κατασκευαστές [μεταποιητές]. Στα τέλη του 18ου αι., οι Δανοί περιηγητές έκαναν το ριψοκίνδυνο ταξίδι μέχρι την Ινδία για να κατανοήσουν και να ιδιοποιηθούν την τεχνολογία της. Σε ολόκληρο το 17ο και το 18ο αι., εξάλλου, οι Άγγλοι τυποβαφείς βαμβακερών υφασμάτων συνέλεγαν και κατόπιν αντέγραφαν τα ινδικά σχέδια χρησιμοποιώντας τις αριστοτεχνικές γνώσεις των Ινδών στην τυποβαφή βαμβακερών. Δημοσιεύματα όπως η «Περιγραφή των Χειροτεχνιών της Μπανγκαλόρης και η κατεργασία που εφαρμόζεται από τους Ιθαγενείς για τη Βαφή Μετάξης και Βάμβακος» («Account of the Manufactures carried on at Bangalore, and the Processes employed by the Natives in Dyeing Silk and Cotton»), ή το παρόμοιο «Η Αυθεντική Ανατολική Τεχνική βαφής Βαμβακερών Νημάτων ή Υφασμάτων με το ανεξίτηλο ή εμποτισμένο χρώμα ονόματι Ερυθρό Τουρκίας ή Αδριανουπόλεως» («The Genuine Oriental Process for giving to Cotton Yarn, or Stuffs, the fast or ingrained Colour, known by the Name of Turkey or Adrianople – Red»), αποτελούσαν τυπικά δείγματα του αδιάπτωτου ενδιαφέροντος για τη μετακένωση της τεχνολογίας.
Όπως ακριβώς συνέβη με τον κλωστικό τροχό ή τον οριζόντιο αργαλειό με πετάλια κατά τους προηγούμενους αιώνες, η Ασία παρέμενε από το 16ο μέχρι το 18ο αι. η σημαντικότερη πηγή τεχνικών μεταποίησης για το βαμβάκι και ιδίως για τις τεχνολογίες τυποβαφής. Όσο επιταχυνόταν η ευρωπαϊκή επικράτηση στα παγκόσμια δίκτυα του βαμβακιού τόσο αυξανόταν και ο ρυθμός με τον οποίο αφομοιωνόταν στην Ευρώπη η ινδική τεχνολογία. [...]
Η αυτοκρατορική επέκταση, η δουλεία και ο σφετερισμός της γης —η πολεμική κεφαλαιοκρατία— έθεσαν τα θεμέλια της μικρής και τεχνολογικά καθυστερημένης εγχώριας μεταποίησης του βαμβακιού στην Ευρώπη. Προσέφεραν δυναμικές αγορές και πρόσβαση στην τεχνολογία και στις απαραίτητες πρώτες ύλες. Επίσης, αναδείχτηκαν σε σημαντικό μηχανισμό δημιουργίας κεφαλαίων. [...] Η πολεμική κεφαλαιοκρατία έθρεψε επίσης τους αναδυόμενους δευτερογενείς τομείς, όπως τον ασφαλιστικό, το χρηματοοικονομικό και το ναυτιλιακό, οι οποίοι έμελλε να αποκτήσουν εξαιρετικά μεγάλη σημασία για την εμφάνιση της βρετανικής βαμβακοβιομηχανίας, αλλά και δημόσιους θεσμούς, όπως οι κυβερνητικές πιστώσεις, το χρήμα αυτό καθαυτό και η εθνική άμυνα. Αυτοί οι θεσμοί είχαν τις καταβολές τους στον κόσμο της πολεμικής κεφαλαιοκρατίας, «καθώς οι προηγμένες βιομηχανικές τεχνικές και οι εμπορικές πρακτικές» μεταφέρονταν από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις προς την εγχώρια οικονομία.
Οι Ευρωπαίοι έμποροι, ιδίως οι Βρετανοί, με τη συνεργασία που τους παρείχε πρόθυμα το βρετανικό κράτος, είχαν εισχωρήσει με πρωτοφανείς μεθόδους στα παγκόσμια δίκτυα της βαμβακοπαραγωγής, ανάμεσα στους καλλιεργητές και τους κλώστες, ανάμεσα στους κλώστες και τους υφαντές, ανάμεσα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Πολύ πριν από την εμφάνιση των νέων τεχνολογιών, είχαν αναδιατάξει ουσιαστικά τα παγκόσμια δίκτυα παραγωγής και εμπορίου βαμβακερών προϊόντων. Στα δίκτυα αυτά επικρατούσαν τα ριψοκίνδυνα εγχειρήματα του ιδιωτικού κεφαλαίου σε συνεργασία με τα ολοένα και πιο ρωμαλέα κράτη. Η κοινή τους αφοσίωση στο ένοπλο εμπόριο, στη βιομηχανική κατασκοπεία, στις απαγορεύσεις, στους περιοριστικούς εμπορικούς κανονισμούς, στην κατάκτηση εδαφών, στον εξανδραποδισμό της εργασίας [δουλεμπόριο, εργασία των δούλων στις φυτείες σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο], στην εκδίωξη των γηγενών κατοίκων και στην κρατικά υποστηριζόμενη δημιουργία επικρατειών, οι οποίες κατόπιν αφήνονταν στην πανίσχυρη κυριαρχία των κεφαλαιούχων, είχαν δημιουργήσει μια νέα οικονομική ευταξία.
Χάρη στις μεθοδικές προσπάθειες των εμπόρων, των βιομηχάνων, αλλά και της κρατικής γραφειοκρατίας, η Ευρώπη του 18ου αι. κατόρθωσε να εξασφαλίσει μια ριζικά νέα θέση στα παγκόσμια δίκτυα του βαμβακιού. Η Ασία εξακολουθούσε να κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας βαμβακοπαραγωγής, ενώ σε ολόκληρη την αφρικανική και την αμερικανική ήπειρο οι βαμβακουργίες έσφυζαν από ζωή, όμως τώρα πια οι Ευρωπαίοι κυριαρχούσαν στο υπερπόντιο εμπόριο. Στο Νέο Κόσμο είχε οικοδομηθεί ένα καθεστώς παραγωγής αγροτικών εμπορευμάτων βασισμένο στην εργασία των δούλων, ένα σύστημα παραγωγής το οποίο εντέλει έστρεφε ολοένα και περισσότερους Ευρωπαίους στη βαμβακοκαλλιέργεια, ακόμα κι αν σε ευρωπαϊκό έδαφος καλλιεργούσαν ακόμα ελάχιστο βαμβάκι. Τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη έθεταν ταυτόχρονα φραγμούς στην εισαγωγή ξένων υφασμάτων, όπως ακριβώς είχαν οικοδομήσει ένα σύστημα ιδιοποίησης της ξένης τεχνολογίας. Ενορχηστρώνοντας τις οικονομικές διαδικασίες στην Ασία, την Αφρική, τη Β. και Ν. Αμερική, καθώς και στην Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι απέκτησαν την παράδοξη ικανότητα να κατευθύνουν το παγκόσμιο εμπόριο των ινδικών υφασμάτων, μολονότι την ίδια στιγμή κρατούσαν τα ασιατικά υφάσματα έξω από την ήπειρό τους με εντεινόμενη αυστηρότητα, ενώ αντίθετα τα εμπορεύονταν στην Αφρική και αλλού, μακριά από τις ευρωπαϊκές ακτές. Ένας παγκοσμιοποιημένος [κατεξοχήν ως προς τη σφαίρα της κυκλοφορίας, του εμπορίου, και των σχετικών πτυχών του στρατιωτικού, «θεσμικού» κ.λπ. «εποικοδομήματος»2, και όχι των καθαυτό διαδικασιών της παραγωγής] οικονομικός τομέας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων είχε εμφανιστεί, και οι Ευρωπαίοι, για πρώτη φορά στην ιστορία, κρατούσαν στα χέρια τους την τεράστια δυναμική της παγκόσμιας ζήτησης για βαμβακερά αγαθά.
Η διαφορά των Ευρωπαίων αξιωματούχων και κεφαλαιούχων από τους ομολόγους τους σε άλλες περιοχές του κόσμου ήταν η ικανότητά τους να κυριαρχούν σ' αυτά τα παγκόσμια δίκτυα. Ενώ το εμπόριο στην Αφρική, την Ασία και την αμερικανική ήπειρο χαρακτηριζόταν από δίκτυα με κινητήρια δύναμη την αμοιβαία επωφελή ανταλλαγή αγαθών, οι Ευρωπαίοι οικοδομούσαν διηπειρωτικά συστήματα παραγωγής που τορπίλισαν τις υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις, και στη δική τους ήπειρο και στις υπόλοιπες. Αυτή η πρώιμη ιστορία των παγκόσμιων αλληλεπιδράσεων είχε τεράστια σημασία. [...] Ξεκινώντας από το 16ο αι., οι ένοπλοι Ευρωπαίοι κεφαλαιούχοι και τα ευρωπαϊκά κράτη με τα πλούσια κεφαλαιακά αποθέματα αναδιοργάνωσαν την παγκόσμια μεταποίηση του βαμβακιού. Αυτή ακριβώς η πρώιμη υιοθέτηση της πολεμικής κεφαλαιοκρατίας στάθηκε η προϋπόθεση της Βιομηχανικής Επανάστασης, η οποία τελικά προκάλεσε την εκρηκτική ώθηση προς την ολοκλήρωση της παγκόσμιας οικονομίας και συνεχίζει να διαμορφώνει και να αναδιαμορφώνει τον κόσμο μας σήμερα.
Όσα συνέβησαν υπήρξαν μια γοργή μετάβαση από τον παλαιότερο κόσμο του βαμβακιού, που ήταν πολυδιασπασμένος [κατακερματισμένος], πολυεστιακός [«πολυπολικός»3] και οριζόντια ανεπτυγμένος, σε μια ολοκληρωμένη, συγκεντρωτική και ιεραρχικά δομημένη αυτοκρατορία του βαμβακιού. Σε μια αρκετά προχωρημένη εποχή όπως τα μέσα του 18ου αι., οι παρατηρητές θα θεωρούσαν ολότελα απίθανο το ενδεχόμενο να αναδειχτεί σύντομα η Ευρώπη, και ειδικά η Βρετανία, σε περιοχή με την πιο σημαντική βαμβακοβιομηχανία του κόσμου. Πράγματι, ακόμα και το 1860 [β' μισό 19ου αι.], ο Τζέιμς Α. Μαν, μέλος της Στατιστικής Εταιρείας του Λονδίνου και της Βασιλικής Ασιατικής Εταιρείας, θυμόταν:
Μέχρι πολύ πρόσφατα η κατάστασή μας μόνο δυσχερέστερη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σε σύγκριση με την κατάσταση των τότε κατοίκων του Νέου Κόσμου ή της Ινδίας· η ηθική μας κατάσταση, παρ' όλα τα πλεονεκτήματα του κλίματος, ήταν οπωσδήποτε χειρότερη από τη δική τους και η θέση των βιοτεχνικών τεχνών στην Αμερική την εποχή της ανακάλυψής της, ή στην Ινδία, υπερέβαινε ακόμα και τη θέση της δικής μας εριουργίας· μέχρι σήμερα, εξάλλου, παρ' όλες τις συσκευές μας, δε μπορούμε να ξεπεράσουμε την τελειότητα της ανατολίτικης μουσελίνας ή τη σταθερότητα και την κομψότητα της Hamaca, της αιώρας που θα υφάνουν οι Βραζιλιάνοι και οι κάτοικοι της Καραϊβικής. Όταν ο λαός μας ήταν βυθισμένος στο αρχέγονο σκότος, η Ανατολή και η Δύση λούζονταν αναλογικά στο φως.
Η Ινδία [...] είναι η πηγή από την οποία δεχτήκαμε εμμέσως τις ιδέες μας για τις παραγωγικές τέχνες· τα χειροτεχνικά εργαστήρια αυτής της χώρας, όπως και της Κίνας, ενέπνευσαν στους προπάτορές μας την επιθυμία για πολυτελή αγαθά σύμφωνα με τις παραδοσιακές ιδέες της εποχής. Η περίοδος κατά την οποία η μεταποίηση πραγματοποιούνταν στην Ινδία στάθηκε η χαραυγή της δικής μας εποχής, αναλογικά μιλώντας· τότε ο ήλιος ταξίδευε από μια άλλη και παρελθούσα εποχή στο εμπόριο του κόσμου. Ο ινδικός μεταποιητικός τομέας υπήρξε ο προάγγελος αυτού του φωτός, το οποίο δυνάμωνε καθώς ταξίδευε προς τα εδώ, κέρδιζε την απαραίτητη θέση για να διαλύσει την πρωινή πάχνη και να αναπτύξει το νεογέννητο κράτος· και ενισχυμένο από το δυναμισμό του Ευρωπαίου ανέτειλε σε μια νέα εποχή εμπορικού μεγαλείου που δεν είχε ξαναφανεί στην ιστορία.
Καθώς, λοιπόν, ο ήλιος αναγκαζόταν να ανατείλει σε μια μικρή γωνιά της Ευρώπης, καθώς οι πολυπράγμονες Ευρωπαίοι μαγνήτιζαν προς τη δική τους τροχιά τους διάσπαρτους, πολυεστιακούς και οριζόντιους κόσμους του βαμβακιού, απομυζώντας τους, επινοούσαν ταυτόχρονα εργαλεία και μεθόδους με τις οποίες μπόρεσαν να επιστρατεύσουν τη γη, την εργασία και τις αγορές στην υπηρεσία της νέας αυτοκρατορίας των πιο τολμηρών ονείρων τους4. Δημιουργώντας αυτή την πλατιά σφαίρα της πολεμικής κεφαλαιοκρατίας, που ακολουθούσε κανόνες τόσο διαφορετικούς από εκείνους που ίσχυαν στο εσωτερικό της Ευρώπης, δεν έθεσαν απλώς τις προϋποθέσεις για τη «μεγάλη απόκλιση» [Δύσης – Ανατολής] και τη Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά επιπλέον για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών κρατών, η οποία με τη σειρά της θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία της αυτοκρατορίας του βαμβακιού. Η Ευρώπη γενικά και η Βρετανία ειδικότερα είχαν μετατραπεί μέχρι το 1780 στον κεντρικό κόμβο των παγκόσμιων δικτύων του βαμβακιού.
Τα κράτη τα οποία υποστήριζαν τα ριψοκίνδυνα εμπορικά και αποικιακά εγχειρήματα [τέλη 15ου αι. – τέλη 18ου αι.] δεν επέβαλλαν την απόλυτη πολιτική κυριαρχία στους τόπους και τους λαούς των μακρινών περιοχών. Αντίθετα, εκείνοι οι οποίοι επέβαλλαν την κυριαρχία τους στη γη και στους ανθρώπους, αναπτύσσοντας διασυνδέσεις με τους τοπικούς ηγεμόνες, ήταν οι ιδιώτες κεφαλαιούχοι, οι οποίοι συχνά οργανώνονταν σε εταιρείες με προνομιακό καθεστώς (όπως η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών). Οι βαριά οπλισμένοι κουρσάροι κεφαλαιούχοι αναδείχτηκαν σε σύμβολο του νέου κόσμου της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, καθώς τα κανονιοφόρα πλοία με τους εμπορευόμενους στρατιώτες [στρατιώτες που διεκπεραίωναν το εμπόριο, τις εμπορικές συναλλαγές κ.λπ.], με τις οπλισμένες ιδιωτικές φρουρές και τους αποίκους κατακτούσαν τις περιοχές και το εργατικό δυναμικό τους, καταποντίζοντας κυριολεκτικά τους ανταγωνιστές τους. Μία από τις βασικές ικανότητές τους ήταν η ιδιωτικοποιημένη βία. Μολονότι τα ευρωπαϊκά κράτη οραματίστηκαν, ενθάρρυναν και πέτυχαν τη δημιουργία αχανών αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών, η ισχύς τους στα νέα εδάφη παρέμεινε ασθενής και επιφανειακή, αφήνοντας στους ιδιώτες [κεφαλαιούχους εμπόρους] το χώρο και το περιθώριο κινήσεων που τους επέτρεπαν να σφυρηλατήσουν νέες μεθόδους [νέους τρόπους] παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας. Αυτή η ιστορική στιγμή δε χαρακτηρίστηκε από τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, αλλά από ένα κύμα σφετερισμού της εργασίας και των γαιών, που αποκαλύπτει τις ανελεύθερες καταβολές της κεφαλαιοκρατίας.
Η καρδιά του νέου συστήματος χτυπούσε χάρη στη δουλεία. Ο εκτοπισμός εκατομμυρίων Αφρικανών στη Β. και τη Ν. Αμερική ενίσχυσε τη σύνδεση με την Ινδία επειδή ενέτεινε τις πιέσεις να εξασφαλιστούν μεγαλύτερες ποσότητες βαμβακερών υφασμάτων. Χάρη σ' αυτές τις ανταλλαγές παγιώθηκε μια πιο αξιόλογη ευρωπαϊκή εμπορική παρουσία στην Αφρική. Χάρη σ' αυτό το εμπόριο απέκτησαν οικονομική αξία οι αχανείς επικράτειες που κατακτήθηκαν στην αμερικανική ήπειρο, επιτρέποντας κατά συνέπεια την υπέρβαση των περιορισμών που έθεταν στην Ευρώπη οι πόροι της. Αυτό το πολυεπίπεδο σύστημα οπωσδήποτε απέκτησε ποικίλες μορφές και μεταβλήθηκε στο πέρασμα του χρόνου, όμως διέφερε αρκετά από τον παλαιότερο κόσμο, αλλά και από τον κόσμο που έμελλε να εμφανιστεί κατά το 19ο αι., ώστε να του αξίζει ένα ξεχωριστό όνομα: πολεμική κεφαλαιοκρατία [τέλη 15ου αι. – τέλη 18ου αι.].
Η πολεμική κεφαλαιοκρατία βασιζόταν στην ικανότητα των πλούσιων και ισχυρών Ευρωπαίων να διχάζουν τον κόσμο σε «εσωτερικό» και «εξωτερικό». Το «εσωτερικό» περιλάμβανε τους νόμους, τους θεσμούς και τα έθιμα της μητροπολιτικής χώρας, όπου την τάξη την επέβαλλε το κράτος. Αντίθετα, το «εξωτερικό» χαρακτηριζόταν από την αυτοκρατορική κυριαρχία, από το σφετερισμό απέραντων επικρατειών, τον αποδεκατισμό των γηγενών λαών, την κλοπή των πόρων τους, τον εξανδραποδισμό και την κυριαρχία που ασκούσαν οι ιδιώτες κεφαλαιούχοι σε αχανείς εκτάσεις γης, τις οποίες δεν ήταν σε θέση να επιβλέπουν αποτελεσματικά τα μακρινά ευρωπαϊκά κράτη [σε αντιδιαστολή με τους ιδιώτες κεφαλαιούχους Ευρωπαίους]. Οι κανόνες του «εσωτερικού» δεν ίσχυαν στις αυτοκρατορικές κτήσεις. Εκεί οι άρχοντες υποσκέλιζαν τα κράτη, η βία αψηφούσε το νόμο και οι αγορές ανασυγκροτούνταν ριζικά από ιδιώτες [κεφαλαιούχους – δουλοκτήτες] που επέβαλαν αυθαίρετα σωματικούς καταναγκασμούς. Ενώ οι επικράτειες αυτές προόδευαν «ταχύτερα από κάθε άλλη ανθρώπινη κοινωνία αυξάνοντας τον πλούτο και το μεγαλείο τους», όπως υποστήριζε ο Άνταμ Σμιθ, η πρόοδος επιτεύχθηκε αντιμετωπίζοντας την κοινωνία ως άγραφο πίνακα, πράγμα που κατά ειρωνεία της ιστορίας έθεσε τα θεμέλια για να οικοδομηθούν πολύ διαφορετικές κοινωνίες και κράτη στο «εσωτερικό» της πολεμικής κεφαλαιοκρατίας.
Η πολεμική κεφαλαιοκρατία διέθετε μετασχηματιστική δύναμη πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά. Βρέθηκε στις ρίζες της εμφάνισης του νεωτερικού κόσμου με τη διαρκή οικονομική μεγέθυνση, προκάλεσε ανείπωτη οδύνη στα εδάφη όπου ρίζωσε, αλλά και μετασχημάτισε καθοριστικά την οργάνωση του οικονομικού χώρου: ένας κόσμος που ήταν μέχρι τότε πολυεστιακός σταδιακά μαγνητιζόταν μόνο από έναν πόλο. Η ισχύς, που μοιραζόταν επί αιώνες σε πολλές ηπείρους και διαχεόταν μέσα από πολυάριθμα δίκτυα, ολοένα περισσότερο συγκεντρωνόταν σε ένα και μοναδικό κόμβο, στον οποίο επικρατούσαν οι Ευρωπαίοι κεφαλαιούχοι και τα ευρωπαϊκά κράτη. Στον πυρήνα αυτού του μετασχηματισμού βρισκόταν το βαμβάκι, καθώς οι πολλοί και ποικίλοι κόσμοι της παραγωγής και της εμπορικής διακίνησής του υποχωρούσαν εμπρός σε μια ιεραρχικά οργανωμένη αυτοκρατορία παγκόσμιας κλίμακας.
Η αναδιοργάνωση του οικονομικού χώρου είχε αντίκτυπο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τη θέση των μέχρι προ ολίγου γεννητριών της οικονομικής ισχύος, όπως ήταν η Βενετία και η βορειοϊταλική ενδοχώρα της, την πήραν «ατλαντικές» δυνάμεις, όπως η Ολλανδία, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία. Καθώς οι εμπορικές οδοί του Ατλαντικού Ωκεανού υποσκέλιζαν το μεσογειακό εμπόριο και ο Νέος Κόσμος αναδεικνυόταν σε σημαντικό παραγωγό πρώτων υλών, οι πόλεις με διασυνδέσεις προς τον Ατλαντικό Ωκεανό άρχισαν επίσης να καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση στη μεταποίηση των βαμβακερών υφασμάτων. Πράγματι, ήδη από το 16ο αι., η αναπτυγμένη βαμβακουργία στην Ευρώπη είχε ως προϋπόθεση τη σύνδεση με τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες αγορές σε ολόκληρο τον Ατλαντικό Ωκεανό —από τις αφρικανικές αγορές υφασμάτων μέχρι τις νέες πηγές ακατέργαστου βαμβακιού στην αμερικανική ήπειρο. [Το 1492 πραγματοποιήθηκε η αποβίβαση του Χριστόφορου Κολόμβου στην αμερικανική ήπειρο. Το 1497 ο Βάσκο ντα Γκάμα ανακαλύπτει το θαλάσσιο δρόμο από την Ευρώπη προς την Ινδία, περιπλέοντας το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας και εισπλέοντας στο λιμάνι της Καλκούτας. Το 1498 ο Βάσκο ντα Γκάμα αποκτά την άδεια των τοπικών ηγεμόνων (στην Ινδία) να εμπορεύεται στο λιμάνι της Καλκούτας. Το 1518 ο Ερνάν Κορτές επιτίθεται στην Αυτοκρατορία των Αζτέκων].
Ενδεχομένως, δεν είναι ακριβής η χρήση του μαρξικού - μαρξιστικού όρου «εποικοδόμημα» για την περιγραφή του ένοπλου καταναγκασμού των ιθαγενών των αποικιών από τα ευρωπαϊκά στρατεύματα. Η δομή της κοινωνίας την εποχή πριν την κατίσχυση και την ωρίμανση της κεφαλαιοκρατίας στη ΒΔ Ευρώπη διέφερε από τη δομή της κοινωνίας του (ώριμου, κλασικού, σε εθνική κλίμακα) «κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού» την οποία αποτυπώνει ο Μαρξ στη διαλεκτική υλιστική αντίληψη της ιστορίας.
Άραγε τα «σύγχρονα» ιδεολογήματα περί «πολυπολικότητας» μπορούν να εξηγήσουν πώς, σε τελική ανάλυση, θα αντιστρέψουν τη νομοτελή τάση ολοκλήρωσης των παραγωγικών διαδικασιών, χωρίς να δεχτούν «όλο το πακέτο» της επιστροφής στο μεσαίωνα; Αναλυτικότερα για τα ιδεολογήματα της «πολυπολικότητας» βλ. και Δ. Πατέλης, «“Πολυπολικότητα” ή αντιιμπεριαλιστικός διεθνισμός» / Patelis Dimitrios | Collective for Revolutionary Unification (Greece), «“Multipolarity” or internationalist anti-imperialism?», 9/2023, 4ο τεύχος του οργάνου της Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας, Platform. —E.S.
Οι Ευρωπαίοι έμποροι πριν από το 1770 [τέλη 18ου αι.] εξασφάλιζαν τις πολύτιμες βαμβακερές ίνες χάρη σε εδραιωμένα εμπορικά δίκτυα που απλώνονταν σε πολλούς τόπους. Αν εξαιρεθούν οι Δ. Ινδίες, η επιρροή των Ευρωπαίων εμπόρων δεν ξεπερνούσε τα όρια των λιμανιών, καθώς δεν είχαν ούτε τη δύναμη να πειραματιστούν με τις μεθόδους [τους τρόπους] της βαμβακοκαλλιέργειας στην ενδοχώρα, ούτε την τάση να επενδύσουν κεφάλαια για την ανάπτυξή τους. Αγόραζαν, εμπορεύονταν το ακατέργαστο βαμβάκι, αλλά δεν επηρέαζαν καθόλου τον τρόπο παραγωγής του. [...] Καθώς οι μικροποσότητες ακατέργαστου βαμβακιού έφταναν στην Ευρώπη για να τροφοδοτήσουν την επεκτεινόμενη αλλά μικροσκοπική για την παγκόσμια κλίμακα ευρωπαϊκή βαμβακουργία [μεταποιητικός τομέας], η ζήτηση για τα βαμβακερά υφάσματα στην Ευρώπη μεγάλωνε, όπως και στην Αφρική και στις δουλοκτητικές φυτείες της αμερικανικής ηπείρου. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή παραγωγή δεν κάλυπτε τις ανάγκες. Ανταποκρινόμενοι σ' αυτό, οι Άγγλοι, Γάλλοι, Ολλανδοί, Δανοί και Πορτογάλοι μεταπράτες, με τον ίδιο πυρετώδη ζήλο όλοι τους, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερες ποσότητες βαμβακερών υφασμάτων στην Ινδία, με ολοένα πιο ευνοϊκούς όρους. [...] Προκειμένου να προμηθευτούν αυτές τις τεράστιες ποσότητες υφασμάτων από την Ινδία σε προσιτές τιμές, οι αντιπρόσωποι των ευρωπαϊκών εταιρειών των Ανατολικών Ινδιών [Βρετανική, Ολλανδική, Δανική, Γαλλική] άρχισαν να εμπλέκονται περισσότερο στην εγχώρια διαδικασία παραγωγής. Επί δεκαετίες οι αντιπρόσωποι των προνομιούχων ευρωπαϊκών εταιρειών των Ανατολικών Ινδιών διαμαρτύρονταν για τη δυνατότητα που είχαν οι Ινδοί υφαντές να πουλάνε τα αγαθά τους σε ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές εταιρείες, σε ανταγωνιστές Ινδούς μπάνια [μεταπράτες, μεσολαβητές μεταξύ Ινδών υφαντών και Ευρωπαίων κεφαλαιούχων εμπόρων εξαγωγέων], σε εμπόρους από άλλες περιοχές του κόσμου ή ακόμα και σε ιδιώτες Ευρωπαίους εμπόρους που δρούσαν ανεξάρτητα από τις εταιρείες, προκαλώντας έναν ανταγωνισμό που ανέβαζε διαρκώς τις τιμές. Η κερδοφορία θα αυξανόταν μόνο αν οι Ευρωπαίοι μπορούσαν να αναγκάσουν τους [Ινδούς] υφαντές να εργάζονται αποκλειστικά για τη δική τους εταιρεία. Η μέθοδος με την οποία θα μειώνονταν τα εισοδήματα των υφαντών και θα αυξάνονταν οι τιμές πώλησης συγκεκριμένων αγαθών ήταν η μονοπώληση της αγοράς.
Παρέκβαση: Ακόμη από την περίοδο της πρωταρχικής κεφαλαιακής συσσώρευσης, υπήρχαν μονοπώλια που απέφεραν τεράστια κέρδη με τη μακρόχρονη κίνηση των τιμών στα εμπορεύματα σε επίπεδα πάνω από την αξία τους. Ένα παράδειγμα τέτοιου μονοπωλίου ήταν η εμπορική [Βρετανική] Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών. Η μονοπωλιακή θέση αυτής της εταιρίας βασιζόταν στη συγκέντρωση στα χέρια της της διάθεσης και της μεταφοράς των εμπορευμάτων. Η δραστηριότητά της δεν επεκτείνεται έξω από τα όρια τής σφαίρας τής κυκλοφορίας. Ενώ το σύγχρονο μονοπώλιο εξασφαλίζει συστηματικά το υπερκέρδος του πρώτα απ' όλα ως αποτέλεσμα της κατοχής δεσπόζουσας θέσης στην παραγωγή. Ο έλεγχος του κεφαλαιοκρατικού μονοπωλίου επί της διάθεσης των αντίστοιχων εμπορευμάτων βασίζεται στον έλεγχο επί της [της ίδιας της καθαυτό] παραγωγής τους. [Πολιτική Οικονομία σε 5 τόμους, Εκδίδεται από το Υπουργείο Ανώτατης και Ανώτερης Παιδείας της ΕΣΣΔ. Για τους φοιτητές των Οικονομικών Σχολών και Πανεπιστημίων. Τόμος 3ος, σελ. 735-736].