Μια πρώτη κριτική προσέγγιση των αλλαγών του Προγράμματος Σπουδών του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Πατρών
Ημερομηνία συγγραφής: 4-9/2019
Η κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, ιδιαίτερα την τελευταία 10ετία, με το ξήλωμα των δικαιωμάτων του λαού και της νεολαίας εκφράζεται και εξειδικεύεται και στον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Το δικαίωμα της αποκλειστικά δημόσιας και δωρεάν Παιδείας υπονομεύεται όχι μόνο λόγω του κόστους σπουδών, αλλά και από το περιεχόμενό τους. Ακόμα και αν το κόστος σπουδών ήταν μηδενικό, δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για το δικαίωμα στην εκπαίδευση, αν το περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες με βάση και το επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας, γενικότερα: του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Βασικό στοιχείο του περιεχομένου σπουδών αποτελεί το Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΣ) του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, το οποίο (όπως είναι φυσικό) έχει υποστεί αλλαγές τα τελευταία χρόνια: «μεταξύ των ετών 2006 και 2008 εισήχθησαν μαθήματα σχετικά με Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών». «Ριζική αναμόρφωση του Προπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών έγινε στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος 37/16-7-2009». Η τελευταία μεγάλη αναμόρφωση του Προγράμματος Σπουδών τέθηκε σε ισχύ από το 2016-2017. Κάναμε προσπάθεια καταγραφής και ταξινόμησης των αλλαγών των μαθημάτων του προγράμματός σπουδών με μέτρο τις συνολικές ώρες διδασκαλίας (και εργαστηρίων) ανά βδομάδα.
Είναι γνωστή η κριτική και η κατεύθυνση από τα διακρατικά επιτελεία της ΕΕ, αλλά και των κυβερνήσεων, αλλά και η υιοθέτηση αυτών και από κρατικά και άλλα όργανα και επιτελεία (Περιφέρεια, Πανεπιστήμιο, ΣΕΒ κ.λπ.) για υπερβολική «ακαδημαϊκότητα» των ελληνικών πανεπιστημίων, για “overqualified” και μη ανταγωνιστικούς μηχανικούς, για κατηγοριοποίηση και ευελιξία των αποφοίτων (αρχικά σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς και μηχανικούς των ΤΕΙ και τώρα εφαρμογή ακόμα και 2ετών προγραμμάτων σπουδών κατάρτισης που υλοποιούνται από τα ΑΕΙ). Ακόμα, υπάρχει η κατεύθυνση για περαιτέρω ανέβασμα του κόστους σπουδών για τους φοιτητές μέσα από τη γενίκευση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά και εφαρμογή διδάκτρων ακόμα και σε ορισμένα μεμονωμένα προπτυχιακά, ως πρώτο βήμα για την παραπέρα εφαρμογή τους, και η λειτουργία των πανεπιστημίων με «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια» ανταγωνιστικότητας, δηλαδή αναδιαμόρφωση του «χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης» με βάση τις ανάγκες των επιχειρήσεων, παραπέρα μετατροπή των πανεπιστημίων σε «μαγαζάκια των επιχειρήσεων».
Ακριβώς οι παραπάνω κατευθύνσεις φαίνεται να υλοποιούνται με τις αλλαγές του ΠΣ. Συγκεκριμένα, για τον κορμό (1ο-3ο έτος) παρατηρούμε τις εξής τάσεις:
Έγινε προσπάθεια να περιοριστούν τα μαθήματα των μαθηματικών, αν και -ως βασικό εργαλείο για το σύνολο σχεδόν των υπόλοιπων μαθημάτων- δε μειώθηκαν τόσο όσο άλλα μαθήματα.
Εξόφθαλμος είναι ο περιορισμός μαθημάτων που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως «μαθήματα κατανόησης αρχών» (φυσικές, ηλεκτροτεχνικά-ηλεκτρονικά υλικά, τεχνική μηχανική, ηλεκτρομαγνητικά πεδία, ηλεκτρικές μηχανές, Συστήματα Αυτόματου Ελέγχου), με βάση και την παρότρυνση της τελευταίας εξωτερικής αξιολόγησης του τμήματος (2013) «να δοθεί περισσότερο έμφαση στο σχεδιασμό και σύνθεση αντί για αναλυτική γνώση και κατανόηση αρχών». Τα αντίστοιχα εργαστήρια, που έχουν και μεγάλο κόστος λόγω και του βοηθητικού προσωπικού που απαιτούν, έπεσαν στο μισό.
Αντίθετα, υπάρχει ενίσχυση των μαθημάτων Η/Υ, ακόμα και προσθήκη ενός εργαστηρίου. Μαθήματα του αντίστοιχου τομέα μεταφέρθηκαν στον κορμό.
Για τους τομείς (4ο-5ο έτος) απαιτείται επεξεργασία για να καταλήξουμε σε πιο συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν συγχωνεύσεις και καταργήσεις μαθημάτων και μαθήματα χωρίς καθηγητή. Από την άλλη μεριά, μαθήματα των τομέων (υποτίθεται προπτυχιακά) διδάσκονται σε μεταπτυχιακά προγράμματα άλλων τμημάτων, ενώ άλλα που καταργήθηκαν, εμφανίστηκαν σε πρόταση μεταπτυχιακού με δίδακτρα (3.800 € τα 3 6μηνα). Την ίδια στιγμή ο τομέας των ΣΑΕ έχει αποσαθρωθεί λόγω ελλείψεων καθηγητών. Σημειώνουμε και την παρότρυνση της εξωτερικής αξιολόγησης: «τα μαθήματα κατεύθυνσης να είναι λιγότερο ερευνητικά και περισσότερο να σχετίζονται με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας». Συνολικά, το ακαδημαϊκό έτος 2016-2017, κατά μέσο όρο αντιστοιχούσαν περίπου 5 μαθήματα ανά καθηγητή.
Πώς εκφράζεται σήμερα η ιδιωτικοποίηση του πανεπιστημίου και πώς υποβαθμίζει τις σπουδές μας
Μια σημαντική πλευρά που αναδεικνύει τον προσανατολισμό των πανεπιστημίων και των τμημάτων στις ανάγκες μεγάλων επιχειρήσεων είναι τα ερευνητικά τους προγράμματα. Αρκεί να σημειώσουμε ότι μόνο το τμήμα ΗΜΤΥ του ΠΠ έκανε τζίρο περίπου 17,5 εκατομμύρια € την περίοδο 2010-2017 [αναφέρεται ως «συνολική χρηματοδότηση (απορρόφηση ερευνητικών κονδυλίων)» μέσω του ΕΛΚΕ]. Τα «ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα», όπως τα αποκαλούν, προέρχονται από προκηρύξεις επιχειρήσεων (στο ΗΜΤΥ: IBM/Ερευνητικό Κέντρο Ζυρίχης, Dialog, NETHERLANDS FORENSIC INSTITUTE), ακόμα και κρατικών μηχανισμών (ΓΓΕΤ, Περιφέρεια κ.ά.) ή της ΕΕ (HORIZON 2020, ΕΣΠΑ κ.ά.) και αφορούν ερευνητικά αντικείμενα με επιχειρηματικό ενδιαφέρον για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων κ.λπ. Την ίδια στιγμή, υπάρχει και η χρηματοδότηση από τον Τακτικό Προϋπολογισμό του ΠΠ και το ΤΣΜΕΔΕ, η οποία την ίδια περίοδο ήταν 4,9 εκατομμύρια €, ενώ είναι σταθερά μειούμενη (από περίπου 800.000 € το 2010 και 1,4 εκατ. € το 2011 σε μόλις 200.000 € το 2017). Αντίστοιχα, η συνολική κρατική χρηματοδότηση του ΠΠ το 2010 ήταν περίπου 25 εκατ. €, ενώ το 2018 ήταν μόλις 6 εκατ. € και ο συνολικός ετήσιος προϋπολογισμός των «ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων» κυμαίνεται γύρω στα 25-30 εκατ. €. Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε υποβάθμιση και του εκπαιδευτικού έργου.
Όπως γίνεται η «αναδιαμόρφωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης» με κλείσιμο/συγχωνεύσεις/ενισχύσεις τμημάτων, αλλαγές γνωστικών/επιστημονικών αντικειμένων τμημάτων (με κριτήριο τις ανάγκες των επιχειρήσεων: είτε για κατάλληλο φτηνό, ευέλικτο, αλλά ταυτόχρονα ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, είτε για ανάπτυξη ερευνητικών προγραμμάτων), έτσι και στο εσωτερικό τμημάτων τα οποία ακόμα και ιεραρχούνται, όπως το ΗΜΤΥ, ο προσανατολισμός της ανάπτυξης και το περιεχόμενο των ΠΣ, εκ των πραγμάτων, καθορίζεται από τις προτεραιότητες, τις ιεραρχήσεις, τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Ο συνολικός και ολοκληρωμένος -για κάθε περίοδο- σχεδιασμός του προγράμματος σπουδών με «ακαδημαϊκά κριτήρια», δηλαδή σχεδιασμός που να βασίζεται στις ανάγκες του ίδιου του επιστημονικού αντικειμένου, θυσιάζεται ανάλογα είτε τις ελλείψεις σε καθηγητές, είτε ποιο επιμέρους αντικείμενο είναι διατεθειμένοι κάθε φορά αυτοί οι καθηγητές να διδάξουν («ακαδημαϊκά» αυτό λέγεται «αλλαγή στους ανθρώπινους πόρους του Τμήματός μας»). Αυτό καθορίζεται και από τα ερευνητικά ενδιαφέροντά τους, τα οποία δε μπορούν να υπάρξουν, χωρίς να υπάρχει η χρηματοδότηση με βάση το επιχειρηματικό κέρδος. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποσοστό κατανομής των επιχορηγήσεων στους τομείς αντιστοιχεί περίπου στο ποσοστό που καταλαμβάνουν τα αντίστοιχα μαθήματα και τομείς στο πρόγραμμα σπουδών.
Άλλο παράδειγμα: το τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΠΠ. Ξεκίνησε με στόχευση τη διαχείριση της χλωρίδας και θεωρούνταν ομοειδές του Δασολογικού. Το 2007 εκφράστηκε η επιδίωξη για «εκ των έσω μετατροπή του σε Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος στα πλαίσια της διαχρονικής στόχευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για δημιουργία Πολυτεχνικής Σχολής με την πρόσληψη ενός μικρού πυρήνα μηχανικών, ο οποίος όμως δεν έφτασε ποτέ την απαιτούμενη κρίσιμη μάζα για την ομαλή μετεξέλιξη του Τμήματος, δεδομένου και ότι παρά τις προσπάθειες, το ΔΠΦΠ διατηρούσε μεγάλο αριθμό ΔΕΠ των οποίων τα γνωστικά αντικείμενα και τα ερευνητικά ενδιαφέροντα δεν είχαν σχέση με τις επιστήμες του μηχανικού». Το 2013 με το σχέδιο «Αθηνά», «το ΔΠΦΠ εντάχθηκε αιφνιδιάστηκα στην Πολυτεχνική του ΠΠ, παρόλη την αντίθετη γνώμη της Πολυτεχνικής, της Συγκλήτου και του Συμβουλίου Ιδρύματος του ΠΠ. Η σύνθεση του ΔΠΦΠ περιλάμβανε τότε μόνο 5 μηχανικούς στα συνολικά 22 μέλη ΔΕΠ». Σήμερα διαθέτει 12 μέλη ΔΕΠ εκ των οποίων 3 μηχανικοί. Συμπέρασμα: Η πολιτική των κυβερνήσεων διαχρονικά κάθε άλλο παρά εξασφαλίζει σπουδές στο ύψος των σύγχρονων αναγκών. Με ποια «ακαδημαϊκά κριτήρια» ολόκληρες φουρνιές φοιτητών σπούδαζαν με 12 μέλη ΔΕΠ, ενώ το 2013 ήταν 22; Με ποια «ακαδημαϊκά κριτήρια» και ποια μέσα και χρηματοδότηση από το κράτος ένα τμήμα επιχειρεί να μετεξελιχθεί σε τμήμα μηχανικών, ενώ 5/22 των μελών ΔΕΠ είναι μηχανικοί; Πώς μπορεί τέτοιες συνθήκες να επιτρέπουν και να διαμορφώνουν τελικά ένα συνολικό και ολοκληρωμένο κάθε φορά σχεδιασμό του προγράμματος σπουδών που να βασίζεται στις ανάγκες του επιστημονικού αντικειμένου;
Παράδειγμα που αναδεικνύει τα αδιέξοδα αυτής της πολιτικής είναι η κατάργηση του τομέα των ΣΑΕ, αφού δεν υπάρχουν καθηγητές να διδάξουν τα αντίστοιχα μαθήματα και ενώ αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα χρήσιμο στη σημερινή βιομηχανία. Η «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΖΥΘΟΠΟΙΪΑ Α.Ε.» (διαθέτει εργοστάσιο στην Πάτρα) που επισκέφτηκε τη σχολή μας (26/3/2019) ανέφερε ότι θέλει να αναπτύσσει τα συστήματα τής αυτοματοποιημένης παραγωγής με μηχανικούς που δουλεύουν σ’ αυτή ή και σε συνεργασία με το τμήμα γιατί είναι πιο φτηνό από το να αναθέτει τη δουλειά σε άλλη εταιρεία. Δήλωσε πρόθυμη σε οποιαδήποτε συνεργασία με το πανεπιστήμιο, ενώ επιδίωκε να προσελκύσει φοιτητές να κάνουν πρακτική άσκηση (ΕΣΠΑ), αλλά και να συνομιλήσει με τους καθηγητές προκειμένου να αναλάβουν θέματα διπλωματικών εργασιών που ενδιαφέρουν την εταιρία (αναφέρθηκε ακόμα και σε μεταπτυχιακά και διδακτορικά). Παραπονέθηκε που τώρα πια δεν υπάρχει καθηγητής που να πηγαίνει τους φοιτητές του στο εργοστάσιο για να εκπαιδευτούν πάνω στα συστήματα της εταιρίας.
Συμπερασματικά, η πολιτική ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων, της σύνδεσής τους με την αγορά, κάθε άλλο παρά εξασφαλίζει την αναβάθμιση των σπουδών. Αντίθετα, ακριβώς αυτή είναι που ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση, που βάζει ταφόπλακα για τις σπουδές μας στο ύψος των σύγχρονων αναγκών, με σίγουρη προοπτική την επιδείνωσή της.
Επιπλέον στοιχεία, που συνεισφέρουν στο παραπέρα ξεκαθάρισμα της εικόνας των τάσεων, είναι:
Πρώτο, το γεγονός ότι ο νέος ακαδημαϊκός χάρτης (2019) προβλέπει τη σύσταση 162 νέων τμημάτων (125 εκ των οποίων το α. έ. 2019-2020). Από αυτά, πολλές δεκάδες αφορούν θετικές και τεχνολογικές επιστήμες. Ειδικότερα, 20 είναι μόνο τα νέα τμήματα πολυτεχνικών σχολών.
Δεύτερο, οι συγκριτικοί πίνακες των Προγραμμάτων Σπουδών για τα 3 πρώτα έτη φοίτησης των ΤΗΜΤΥ και νέου ΤΗΜΜΥ στην Πάτρα. Το ΠΣ του νέου τμήματος συμφωνεί και ενισχύει παραπέρα τις τάσεις που καταγράφηκαν στην πορεία του ΠΣ του ΤΗΜΤΥ:
Αυτές οι τάσεις με τη σειρά τους απαντούν στην εξής ανάγκη: «Τι ζητάει το κεφάλαιο; Απλά πράγματα. Μια μεγάλη δεξαμενή αποφοίτων, με τους μισθούς να συμπιέζονται όλο και προς τα κάτω. Αυτό είναι και το βασικό νόημα των συγχωνεύσεων ανάμεσα στα άλλα. Αυτό καταφέρνει η κυβέρνησή σας και με τις συγχωνεύσεις που συζητάμε σήμερα. Μεγαλώνει η κατηγοριοποίηση των ιδρυμάτων, των πτυχίων, των αποφοίτων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις διαφορετικές σχολές για το ίδιο αντικείμενο, με διαφορετική, μάλιστα, διάρκεια και πρόγραμμα σπουδών!» (Από την τοποθέτηση του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στην Ολομέλεια της Βουλής, 22/4/2019).
Μάλιστα, σε ειδική έρευνά του με τίτλο «Οι ελλείψεις σε παιδεία και δεξιότητες εμπόδιο για τον παραγωγικό μετασχηματισμό και τη σύγχρονη ανταγωνιστική παραγωγή» (3/7/2019) ο ΣΕΒ σημειώνει: «Ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού που διαθέτει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (διαθέτει δηλ. υψηλά τυπικά προσόντα) απασχολείται σε θέσεις εργασίας που απαιτούν μεσαίου ή χαμηλότερου επιπέδου τυπικά προσόντα. Ταυτόχρονα, ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας που διαθέτει και εντοπίζει ελλείψεις δεξιοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό που απασχολεί. […] Σχεδόν 4 στις 10 μεγάλες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας, εξαιτίας της έλλειψης κατάλληλων δεξιοτήτων και όχι τυπικών προσόντων. […] Σημαντικότερες είναι αυτές που αφορούν τεχνικές δεξιότητες, δηλ. που αφορούν στην εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας ή/και επαγγέλματος. […] Ουσιαστικά, οι μεγάλες επιχειρήσεις απαντούν ότι ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση από μια περιορισμένη δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες. [….] Ειδικά, οι εξωστρεφείς και οι μεγάλες επιχειρήσεις αναφέρουν ως σημαντικότερη επίπτωση της έλλειψης, το υψηλότερο λειτουργικό κόστος και την καθυστέρηση στην ανάπτυξη νέων προϊόντων ή/και υπηρεσιών. […] Ως σημαντικότερος λόγος δημιουργίας νέων αναγκών σε γνώσεις και δεξιότητες καταγράφεται η εισαγωγή νέων τεχνολογιών. […] Το χάσμα μεταξύ της ζήτησης και της προσφορά δεξιοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας αναμένεται να διευρυνθεί στο μέλλον, καθώς ο διεθνής ανταγωνισμός θα εντείνεται και οι επιχειρήσεις θα καλούνται να ενσωματώνουν εντατικότερα νέες τεχνολογίες στην παραγωγική διαδικασία».
Επομένως, από την πλευρά του ΣΕΒ, η «λύση» της αντίφασης όσον αφορά την εκπαίδευση του κατάλληλου ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού είναι η επικέντρωσή της σε συγκριμένες δεξιότητες, σε αντίθεση με την ολοκληρωμένη επιστημονική μόρφωση, με μία στέρεα υποδομή επιστημονικών γνώσεων, η οποία από τη μία «κοστίζει» ακριβά στο αστικό κράτος και από την άλλη ξεπερνά τα όρια των αναγκών, των συμφερόντων του ΣΕΒ. Οι ανάγκες του ΣΕΒ δεν αφορούν τη μαζική παραγωγή επιστημονικού δυναμικού για μια μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά τη «μείωση του λειτουργικού κόστους παραγωγής», μέρος του οποίου αποτελεί και το κόστος παραγωγής και αναπαραγωγής της εξειδικευμένης εργατικής δύναμης (ο μισθός του ειδικευμένου εργαζόμενου) που πρέπει να συγκρατείται στο ελάχιστο δυνατό.
Προ πολλού στα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης, ανακόπηκε η ροή προς τα Πανεπιστήμια, ειδικά σε σχολές όπου απαιτούσαν αυξημένη κρατική χρηματοδότηση λόγω εργαστηρίων, π.χ., στον τομέα της Ιατρικής, ενώ κάποιες σχολές δεν είναι προτιμητέες για το κεφάλαιο, π.χ., των Φυσικών Επιστημών σε σύγκριση με τις σχολές της Χημείας. Προτιμούν δίχρονες Τεχνικές Σχολές στη θέση του Λυκείου, ή μετά το Λύκειο, ακόμα και μέσα στα Πανεπιστήμια για την παραγωγή εργατικού δυναμικού που ξέρει να πατάει τα κουμπιά και να λειτουργεί το ποντίκι, κάνοντας μονότονη πρακτική δουλειά, ενώ δουλεύει βέβαια περιστασιακά. Ταυτόχρονα, λόγω της τάσης το επιστημονικό-τεχνικό εργατικό δυναμικό να συγκεντρώνεται στις ισχυρότερες οικονομίες, τα κράτη αυτά εμφανίζουν το λεγόμενο “brain gain”, δηλ. μία πηγή ανταγωνιστικού «ανθρώπινου κεφαλαίου»[1] για τη μόρφωση και κατάρτιση του οποίου έχουν ξοδευτεί σημαντικά ποσά, π.χ. από το ελληνικό αστικό κράτος, που δεν «αποδίδουν» στη χώρα προέλευσής του από τη στιγμή που ο εργαζόμενος πουλάει την ειδικευμένη εργατική του δύναμη στα κράτη αυτά, π.χ. στη Γερμανία ή στη Σουηδία. Σε αυτή την περίπτωση, επωφελούνται ιδιαίτερα οι επιχειρηματικοί όμιλοι που εδρεύουν στα τελευταία, χωρίς μάλιστα να έχουν ξοδέψει χρήματα για την κατάρτισή του, και πληρώνοντάς τον, κάποιες φορές, λιγότερα απ’ ό,τι αμείβεται ένας ντόπιος εργαζόμενος των ίδιων ικανοτήτων.
Κοινή προϋπόθεση και, τελικά, αιτία των παραπάνω δεινών, των τάσεων υποβάθμισης της μαζικής επιστημονικής μόρφωσης, φτηνέματος της τιμής της ειδικευμένης εργατικής δύναμης, υποχρησιμοποίησης της ανθρώπινης δύναμης και της ειδικευμένης (βλέπε ανεργία, ευελιξία, κινητικότητα)[2], του “brain drain”, αναδεικνύεται ότι είναι η αρχή της «μείωσης του λειτουργικού κόστους παραγωγής», της συνεχούς επιβεβαίωσης και αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Ορισμένα στοιχεία και κατευθύνσεις της αστικής πολιτικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση
Ο «νέος ακαδημαϊκός χάρτης» που προέκυψε από το νόμο για τις συγχωνεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει τη σύσταση 162 νέων πανεπιστημιακών τμημάτων (εκ των οποίων τα 20 είναι τμήματα πολυτεχνικών σχολών), χωρίς να προβλέπει την πρόσληψη ούτε ενός καθηγητή!
Σύμφωνα με έρευνα (2019), το συνολικό κόστος σπουδών για ένα φοιτητή που σπουδάζει εκτός οικογενειακής και φοιτητικής εστίας με χρονική διάρκεια 5 χρόνια, δηλ. το κόστος του πτυχίου, ανέρχεται σε 35.000 € μέσο όρο. 150.000 οικογένειες με φοιτητές εκτός οικογενειακής και φοιτητικής εστίας πληρώνουν κατά μέσο όρο 7.000 € ετησίως, δηλ. πάνω από 1 δισ. €.
Πάνω από το 30% των αναγκών των πανεπιστημίων δεν καλύπτεται από την κρατική χρηματοδότηση, αλλά από άλλους πόρους (ειδικοί λογαριασμοί έρευνας – ΕΛΚΕ, δίδακτρα μεταπτυχιακών, παροχή υπηρεσιών εργαστηρίων, δωρεές κλπ.). (Έκθεση της ΑΔΙΠ για το 2017).
Οι ίδιοι πόροι των ιδρυμάτων του πανεπιστημιακού τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης της χώρας μας (που προέρχονται κυρίως από ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες) σημείωσαν αύξηση 47% μεταξύ 2011-2015 (ΙΟΒΕ).
Μόνο η σχολή μας έκανε τζίρο 17,5 εκατ. € την περίοδο 2010-2017 (μέσος όρος 2,2 εκατ. € ετησίως) από τα «ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα». Την ίδια περίοδο, η τακτική κρατική χρηματοδότηση ήταν 1,9 εκατ. €. Αντίστοιχα, η συνολική κρατική χρηματοδότηση του ΠΠ το 2010 ήταν περίπου 25 εκατ. €, ενώ το 2018 ήταν μόλις 6 εκατ. € και ο συνολικός ετήσιος προϋπολογισμός των «ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων» κυμαίνεται γύρω στα 25-30 εκατ. €.
Στους βασικούς λόγους που υιοθετήθηκαν οι ροές ειδίκευσης αντί των τομέων είναι: «το ΠΠΣ να αποκτήσει την απαραίτητη ‘πλαστικότητα’ και δυναμικότητα στο χρόνο […] βασίζεται στην αρχή ότι αυτές [οι ροές ειδίκευσης] πρέπει να προσφέρουν ένα επίπεδο εξειδίκευσης υψηλότερο απ’ ό,τι προσέφεραν οι Κύκλοι Σπουδών (Τομείς) [βλέπε εντονότερος προσανατολισμός στις δεξιότητες, αντί μιας ολιστικότερης προσέγγισης του επιστημονικού αντικειμένου], επομένως προτάθηκαν δύο κατευθύνσεις ανά Τομέα καθώς και η δυνατότητα ύπαρξης γενικών κατευθύνσεων. Η επιλογή των μαθημάτων στις ροές […] λαμβάνει υπ’ όψη τη μελλοντική πιθανή αλλαγή στους ανθρώπινους πόρους του Τμήματός μας» (κείμενο του Προέδρου του Τμήματος στην έκθεση εσωτερικής αξιολόγησης, 12/2018).
Ένα από τα βασικά κριτήρια πιστοποίησης των προγραμμάτων σπουδών που προβλέπονται στο άρθρο 72 «Κριτήρια Πιστοποίησης» του νόμου-πλαίσιο 4009/2011 είναι: «ζ) ο βαθμός σύνδεσης της διδασκαλίας με την έρευνα», ενώ στην «ανάλυση των γενικών κριτηρίων πιστοποίησης της ποιότητας των προγραμμάτων σπουδών» (Έντυπα διαβούλευσης 2014, ΑΔΙΠ) αναφέρεται: «ζ.1. Συσχέτιση των ερευνητικών δραστηριοτήτων των μελών ΔΕΠ/ΕΠ με τα βασικά γνωστικά αντικείμενα του Τμήματος». Αυτό, ωστόσο, συνυπάρχει με την προτροπή «τα μαθήματα κατεύθυνσης να είναι λιγότερο ερευνητικά και περισσότερο να σχετίζονται με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας» (έκθεση εξωτερικής αξιολόγησης ΗΜΤΥ, 2013).
Ταυτόχρονα, η ύπαρξη πολλών αυτόνομων τμημάτων πάνω σε ίδια ή παρόμοια επιστημονικά/γνωστικά αντικείμενα (ακόμα και στην ίδια πόλη, π.χ. ΗΜΤΥ, ΗΜΜΥ, ΜΗΥΠ στην Πάτρα) με ιδιωτικοοικονομική-επιχειρηματική λειτουργία οδηγεί στην ανάγκη, από τη μια πλευρά, των «συνεργειών» (βλέπε συγχωνεύσεις): «Ένας μεγάλος στόχος της Πολυτεχνικής Σχολής είναι ο συντονισμός της ακαδημαϊκής λειτουργίας των δύο Τμημάτων της (ΗΜΤΥ και ΜΗΥΠ). Η Επιτροπή εξωτερικής Αξιολόγησης προτείνει την επιτάχυνση της διαδικασίας, στην κατεύθυνση (α) εξοικονόμησης των πόρων και (β) της εκμετάλλευσης των συνεργειών» (έκθεση εξωτερικής αξιολόγησης του ΠΠ, 12/2015). Από την άλλη, στην ανάγκη της επιλογής συγκεκριμένων, περιορισμένων ανταγωνιστικών ερευνητικών/γνωστικών αντικειμένων και προγραμμάτων του κάθε τμήματος με όρους συγκριτικού πλεονεκτήματος και αγοράς: «Να επιλεγούν στρατηγικές περιοχές έρευνας για προσέλκυση χρηματοδότησης» (εξωτερική αξιολόγηση ΗΜΤΥ, 2013) και «στ.1. Υπάρχει σαφής προσανατολισμός των ερευνητικών δραστηριοτήτων της ακαδημαϊκής μονάδας σε συγκεκριμένα πεδία ερευνητικού ενδιαφέροντος» (στην ανάλυση του γενικού κριτηρίου πιστοποίησης «στ) η ποιότητα του ερευνητικού έργου της ακαδημαϊκής μονάδας»).
Από τα παραπάνω αναδεικνύεται η εμπορευματοποίηση της παρεχόμενης γνώσης (διδασκαλία) και της παραγόμενης νέας γνώσης (έρευνα), καθώς και το πραγματικό περιεχόμενο του νέου και των παλιότερων αντίστοιχων άρθρων για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες (άρθρο 3 του Ν. 4485/2017, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 64 του Ν. 4623/2019): «1. Στα Α.Ε.Ι. κατοχυρώνεται και προστατεύεται η ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία, η οποία αποτελεί θεσμική εγγύηση της αδέσμευτης και απαραβίαστης επιστημονικής σκέψης, έρευνας και διδασκαλίας». Πρόκειται δηλ. για την ελευθερία του εμπορίου και του κεφαλαίου. Απέναντι σε αυτές τις πομπώδεις εκφράσεις (χαρακτηριστικές της αστικής δημοκρατίας[3]), μπορούμε να αντιπαραθέσουμε τα λόγια του Μπρεχτ στη «Ζωή του Γαλιλαίου»: «Η προστασία που προσφέρετε στην ελευθερία της σκέψης είναι για σάς μια κερδοφόρα επιχείρηση, έτσι; […] Και τι να την κάνω την ελεύθερη έρευνα, όταν δεν έχω ελεύθερο χρόνο για να ερευνήσω; Και ποια τύχη θα ‘χουν τ’ αποτελέσματα των ερευνών μου; […] Καταλαβαίνω, ελεύθερο εμπόριο, ελεύθερη έρευνα. Ελεύθερο εμπόριο με την έρευνα, έτσι;». Στις σύγχρονες συνθήκες, ιδιαίτερα δίνεται άσυλο, ελευθερία στις επιχειρήσεις, τους επιχειρηματικούς, τους μονοπωλιακούς ομίλους.
Σημειώσεις:
[1] Η πηγή της τάσης αυτής δεν είναι άλλη από την αντίθεση: «Η αντικειμενική τάση διεθνοποίησης της κίνησης του κεφαλαίου στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς δε μπορεί να αναιρέσει την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, ούτε να ανατρέψει το γεγονός ότι η αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου διενεργείται κυρίως στο πλαίσιο της εθνοκρατικής συγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας» (Θέσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΕ). Αυτό αναδεικνύεται και από τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας, σύμφωνα με τα οποία η «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας ενδυνάμωσε την τάση του «ανθρώπινου κεφαλαίου» να συσσωρεύεται εκεί όπου ήδη υπάρχει σε αφθονία. Π.χ. και στον κύκλο της κρίσης και στη φάση της ανάπτυξης, το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας διαφέρει από χώρα σε χώρα, όπως και το επίπεδο των μισθών (όλη η κλίμακα της διαφορετικότητας των μισθών), αλλά και η κλαδική σύνθεση και οι θέσεις εργασίας που παράγουν τα κέρδη σε κάθε χώρα. Ιδιαίτερα, κατά τη φάση της καπιταλιστικής κρίσης, η όξυνση της μετανάστευσης επιστημονικού-τεχνικού δυναμικού αποτελεί πλευρά των κλαδικών ανακατατάξεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, που λαμβάνουν χώρα με άναρχο και βίαιο τρόπο κατά την κρίση, καθώς και των σχετικών αναδιαρθρώσεων του ιστού της παραγωγής και της αγοράς. Η ανισόμετρη ανάπτυξη επιδρά και στο βάθος της εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης σε κάθε καπιταλιστική οικονομία, συντελώντας σε διαφορετικές – «ανισόμετρες» αστικές πολιτικές διαχείρισής της. Αυτό σημαίνει ότι και η ενιαία επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία έχει διαφορετική ένταση στις διάφορες χώρες.
[2] Η Τεχνολογία, η Πληροφορική στην παραγωγή, στις υπηρεσίες, απαιτεί λιγότερα χέρια για την όποια χειρωνακτική δουλειά έχει απομείνει, αλλά και την πνευματική, επιτελική εργασία. Όσο μειώνεται, μάλιστα, η χειρωνακτική βαριά δουλειά, τόσο μεγαλώνει η αφόρητα πληκτική εκτελεστική δουλειά των νέων που έχουν τελειώσει το Πανεπιστήμιο, ακόμα και εκείνων που έχουν μεταπτυχιακά και διδακτορικά, αφού δουλεύουν με συνταγές και πρωτόκολλα διαμορφωμένα από τα επιτελεία των μονοπωλίων ή υποχρεώνονται η ερευνητική δουλειά να καταλήγει σε προκαθορισμένα αποτελέσματα για το σύστημα, το κεφάλαιο. Σήμερα μαζί με την ανεργία, τις ελαστικές μορφές απασχόλησης αναπτύσσεται ως γενική τάση παγκόσμια, άρα και ελληνική, η υποχρησιμοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, εξ ου και η ανεργία και η αλματώδης αύξηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και όχι μόνο κατά τον κύκλο της κρίσης.
[3] «Η αστική δημοκρατία είναι δημοκρατία πομπωδών φράσεων, πανηγυρικών λόγων, μεγαλόστομων υποσχέσεων, ηχηρών συνθημάτων για ελευθερία και ισότητα, ενώ στην πραγματικότητα αυτά συγκαλύπτουν τη σκλαβιά και την ανισότητα των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων». (Β. Ι. Λένιν, «Η σοβιετική εξουσία και η θέση της γυναίκας», «Άπαντα», τ. 39, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 285. Άρθρο του Λένιν που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πράβντα», αρ. φύλ. 249, στις 6 Νοεμβρίου 1919).