Τα κυκλώματα του πολέμου: Για την τεχνολογική επίθεση των ΗΠΑ ενάντια στη ΛΔ Κίνας
Για την τεχνολογική επίθεση των ΗΠΑ ενάντια στη ΛΔ Κίνας
Εισαγωγικό σημείωμα από την πλατφόρμα “Friends of Socialist China”.
Αυτό το άρθρο του Ιταλού κοινωνικού θεωρητικού Marco d'Eramo, το οποίο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Sidecar (ένα ιστολόγιο που εκδίδεται από το New Left Review), παρέχει μια λεπτομερή και διεισδυτική ανάλυση του "πολέμου των τσιπ" που διεξάγουν οι ΗΠΑ στο πλαίσιο του ευρύτερου Νέου Ψυχρού Πολέμου τους [ως πτυχή του θερμού Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου] κατά της Κίνας. Ο D'Eramo εξηγεί τη βαθιά σημασία της βιομηχανίας ημιαγωγών για τη συνολική τροχιά της σύγχρονης τεχνολογίας και περιγράφει το βαθμό στον οποίο οι αλυσίδες εφοδιασμού ημιαγωγών κυριαρχούνται σήμερα από τις ΗΠΑ. Ενώ η Κίνα χρησιμοποιεί πάνω από το 70% των παγκόσμιων προϊόντων ημιαγωγών, παράγει μόνο το 15% –και αυτά δεν είναι της τελευταίας γενιάς σχεδίασης τσιπ.
Η κυβέρνηση/διοίκηση Μπάιντεν έχει ανακοινώσει εκτεταμένους και πρωτοφανείς περιορισμούς στις εξαγωγές ημιαγωγών, με σκοπό να προστατεύσει την κυριαρχία της στον εν λόγω βιομηχανικό κλάδο πάση θυσία. Ο D'Eramo επικαλείται τον Martin Wolf στους Financial Times, ο οποίος αναφέρει ότι ο πόλεμος των τσιπ που ξεκίνησε η κυβέρνηση/διοίκηση Μπάιντεν είναι "πολύ πιο απειλητικός για το Πεκίνο από οτιδήποτε έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο στόχος είναι σαφώς να επιβραδυνθεί η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Αυτό είναι μια πράξη οικονομικού πολέμου... Θα έχει τεράστιες γεωπολιτικές συνέπειες".
Ο συγγραφέας παρατηρεί, ωστόσο, ότι ο πόλεμος των τσιπ του Μπάιντεν δε θα είναι απλή υπόθεση, καθώς στηρίζεται στη συνεργασία τόσο των μεγάλων αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών –οι οποίες αποκομίζουν σημαντικά κέρδη από τις εξαγωγές στην Κίνα– όσο και των συμμάχων των ΗΠΑ στο εξωτερικό, όπως για παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία "έχει θεμελιώσει την οικονομική –και άρα πολιτική– μοίρα της στη σχέση της με την Κίνα, τον κυριότερο εμπορικό της εταίρο (με ετήσιο εμπόριο αξίας 264 δισ. $)". Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόσφατο ταξίδι του καγκελάριου Σολτς στο Πεκίνο "μοιάζει με μια σημαντική πράξη ανυπακοής".
Ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος δεν εξετάζεται άμεσα από το άρθρο, είναι το ιστορικό του κινεζικού σοσιαλισμού να ξεπερνά αυτού του είδους τις δυσκολίες. Για παράδειγμα, πολύ λίγοι θα πίστευαν ότι η Κίνα θα μπορούσε να αναπτύξει τη δική της πυρηνική αποτροπή, πραγματοποιώντας την πρώτη επιτυχή δοκιμή ατομικής βόμβας το 1964, σε μια εποχή που ήταν ακόμη μια φτωχή και καθυστερημένη χώρα, αποκλεισμένη από τις ΗΠΑ και χωρίς την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, με την οποία βρισκόταν σε μια σκληρή ιδεολογική διαμάχη. Ακόμη και με το φαινομενικά αξεπέραστο χάσμα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας όσον αφορά την τεχνολογία των ημιαγωγών, το πιθανό αποτέλεσμα αυτών των νέων αμερικανικών περιορισμών θα είναι η επιτάχυνση της έρευνας και των επενδύσεων της Κίνας στον τομέα αυτό. Πριν από μια δεκαετία, η Κίνα δεν ήταν ο παγκόσμιος ηγέτης στην τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας· σήμερα είναι. Δε θα πρέπει να εκπλαγούμε όταν η Κίνα καταφέρει να φτάσει τις ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια.
***
Στις 7 Οκτωβρίου κηρύχθηκε ένας παγκόσμιος πόλεμος. Κανένας ειδησεογραφικός σταθμός δεν αναφέρθηκε σε αυτόν, παρόλο που όλοι θα πρέπει να υποστούμε τις επιπτώσεις του. Εκείνη την ημέρα, η κυβέρνηση Μπάιντεν εξαπέλυσε μια τεχνολογική επίθεση εναντίον της Κίνας, θέτοντας αυστηρά όρια και εκτεταμένους ελέγχους στις εξαγωγές όχι μόνο ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, αλλά και των σχεδίων τους, των μηχανών που χρησιμοποιούνται για να τα "γράψουν" στο πυρίτιο και των εργαλείων που παράγουν αυτές οι μηχανές. Στο εξής, εάν ένα κινεζικό εργοστάσιο χρειάζεται όποια από αυτές τις συνιστώσες για την παραγωγή αγαθών –όπως τα κινητά τηλέφωνα της Apple ή τα αυτοκίνητα της GM– άλλες εταιρείες πρέπει να αιτούνται ειδική άδεια για την εξαγωγή τους.
Γιατί οι ΗΠΑ εφάρμοσαν αυτές τις κυρώσεις; Και γιατί είναι τόσο αυστηρές; Επειδή, όπως γράφει ο Chris Miller στο πρόσφατο βιβλίο του Chip War: The Fight for the World's Most Critical Technology (2022), "η βιομηχανία ημιαγωγών παράγει περισσότερα τρανζίστορ κάθε μέρα από όσα κύτταρα υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα". Τα ολοκληρωμένα κυκλώματα ("τσιπ") αποτελούν μέρος κάθε προϊόντος που καταναλώνουμε –δηλαδή ό,τι κατασκευάζει η Κίνα– από αυτοκίνητα μέχρι τηλέφωνα, πλυντήρια ρούχων, τοστιέρες, τηλεοράσεις και φούρνους μικροκυμάτων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Κίνα χρησιμοποιεί περισσότερο από το 70% των παγκόσμιων προϊόντων ημιαγωγών, αν και αντίθετα με την κοινή αντίληψη παράγει μόνο το 15%. Πράγματι, το τελευταίο αυτό ποσοστό είναι παραπλανητικό, καθώς η Κίνα δεν παράγει κανένα από τα νεότερα τσιπ, αυτά που χρησιμοποιούνται στην τεχνητή νοημοσύνη ή σε προηγμένα οπλικά συστήματα.
Δε μπορείτε να πάτε πουθενά χωρίς αυτή την τεχνολογία. Η Ρωσία το διαπίστωσε αυτό όταν, αφού τέθηκε υπό εμπάργκο από τη Δύση για την εισβολή της στην Ουκρανία [αναφέρεται στην Ειδική Πολεμική Επιχείρηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας], αναγκάστηκε να κλείσει ορισμένα από τα μεγάλα εργοστάσια αυτοκινήτων της. (Η σπανιότητα των τσιπ συμβάλλει επίσης στη σχετική αναποτελεσματικότητα των ρωσικών πυραύλων –πολύ λίγοι από αυτούς είναι του "ευφυούς" είδους, εφοδιασμένοι με μικροεπεξεργαστές που καθοδηγούν και διορθώνουν την τροχιά τους). Σήμερα, η παραγωγή μικροτσίπ είναι μια παγκοσμιοποιημένη βιομηχανική διαδικασία, με τουλάχιστον τέσσερα σημαντικά "σημεία στραγγαλισμού" [αποκλεισμού], τα οποία απαριθμεί ο Γκρέγκορι Άλεν του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών: "1) σχέδια τσιπ τεχνητής νοημοσύνης (AI), 2) λογισμικό αυτοματοποιημένου ηλεκτρονικού σχεδιασμού, 3) εξοπλισμός κατασκευής ημιαγωγών και 4) συνιστώσες εξοπλισμού". Όπως εξηγεί ο ίδιος,
«Οι τελευταίες ενέργειες της κυβέρνησης/διοίκησης Μπάιντεν εκμεταλλεύονται ταυτόχρονα την αμερικανική κυριαρχία και στα τέσσερα αυτά σημεία στραγγαλισμού [αποκλεισμού]. Με τον τρόπο αυτό, οι ενέργειες αυτές καταδεικνύουν έναν άνευ προηγουμένου βαθμό παρέμβασης της κυβέρνησης των ΗΠΑ όχι μόνο για να διατηρήσει τον έλεγχο των σημείων στραγγαλισμού, αλλά και για να ξεκινήσει μια νέα αμερικανική πολιτική ενεργού στραγγαλισμού μεγάλων τμημάτων της κινεζικής τεχνολογικής βιομηχανίας –στραγγαλισμού με πρόθεση να σκοτώσει».
Ο Miller είναι κάπως πιο νηφάλιος στην ανάλυσή του: "Η λογική είναι", γράφει, "το ρίξιμο άμμου στα γρανάζια", αν και υποστηρίζει επίσης ότι "ο νέος αποκλεισμός των εξαγωγών δεν έχει καμία σχέση με οτιδήποτε έχει παρατηρηθεί από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου". Ακόμη και ένας σχολιαστής τόσο υποτακτικός στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο ο Martin Wolf των FT δε θα μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι "οι πρόσφατα ανακοινωθέντες έλεγχοι στις αμερικανικές εξαγωγές ημιαγωγών και συναφών τεχνολογιών προς την Κίνα" είναι "πολύ πιο απειλητικοί για το Πεκίνο από οτιδήποτε έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο στόχος είναι σαφώς να επιβραδυνθεί η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Αυτή είναι μια πράξη οικονομικού πολέμου. Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει με αυτήν. Αλλά θα έχει τεράστιες γεωπολιτικές συνέπειες".
Ο "στραγγαλισμός με πρόθεση να σκοτώσει" είναι ένας κόσμιος χαρακτηρισμός των στόχων μιας αμερικανικής αυτοκρατορίας που ανησυχεί σοβαρά από την τεχνολογική πολυπλοκότητα των κινεζικών οπλικών συστημάτων, από τους υπερηχητικούς πυραύλους μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη. Η Κίνα έχει επιτύχει αυτή την πρόοδο μέσω της χρήσης τεχνολογίας που είτε ανήκει είτε ελέγχεται από τις ΗΠΑ. Εδώ και χρόνια, το Πεντάγωνο και ο Λευκός Οίκος εκνευρίζονται όλο και περισσότερο βλέποντας τον "παγκόσμιο ανταγωνιστή" τους να κάνει γιγαντιαία άλματα με εργαλεία που οι ίδιοι παρείχαν. Η ανησυχία για την Κίνα δεν ήταν απλώς μια παροδική παρόρμηση της κυβέρνησης/διοίκησης Τραμπ. Τέτοιες ανησυχίες μοιράζεται και η κυβέρνηση/διοίκηση του Μπάιντεν, η οποία επιδιώκει τώρα τους ίδιους στόχους με τον πολύπαθο προκάτοχό της –αλλά με ακόμη μεγαλύτερη ορμή.
Η χρονική στιγμή της ανακοίνωσης των ΗΠΑ ήρθε λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του Εθνικού Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Κατά μία έννοια, η απαγόρευση των εξαγωγών ήταν η επέμβαση του Λευκού Οίκου στις διαδικασίες, οι οποίες αποσκοπούσαν στην εδραίωση της πολιτικής υπεροχής του Σι Τζινπίνγκ. Σε αντίθεση με πολλές από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία –οι οποίες, εκτός από τον αποκλεισμό των μικροτσίπ, αποδείχθηκαν μάλλον αναποτελεσματικές– οι περιορισμοί αυτοί έχουν μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, δεδομένης της μοναδικής δομής της αγοράς ημιαγωγών και των ιδιαιτεροτήτων της παραγωγικής διαδικασίας.
Η βιομηχανία μικροτσίπ διακρίνεται για τη γεωγραφική διασπορά και την χρηματοοικονομική της συγκέντρωση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η παραγωγή είναι εξαιρετικής έντασης κεφαλαίου. Επιπλέον, η ένταση κεφαλαίου επιταχύνεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς η δυναμική του κλάδου βασίζεται στη συνεχή βελτίωση της "απόδοσης": δηλαδή της ικανότητας επεξεργασίας όλο και πιο πολύπλοκων αλγορίθμων με ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Τα πρώτα στερεά ολοκληρωμένα κυκλώματα που αναπτύχθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν 130 τρανζίστορ. Ο αρχικός επεξεργαστής Intel του 1971 είχε 2.300 τρανζίστορ. Στη δεκαετία του 1990, ο αριθμός των τρανζίστορ σε ένα μόνο τσιπ ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο. Το 2010, ένα τσιπ περιείχε 560 εκατομμύρια και ένα iPhone της Apple του 2022 έχει 114 δισεκατομμύρια. Δεδομένου ότι τα τρανζίστορ γίνονται πάντα μικρότερα, οι τεχνικές κατασκευής τους σε έναν ημιαγωγό έχουν γίνει όλο και πιο προηγμένες· η ακτίνα φωτός που παρακολουθεί τα σχέδια πρέπει να έχει όλο και μικρότερο μήκος κύματος. Οι πρώτες ακτίνες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ορατού φωτός (από 700 έως 400 δισεκατομμυριοστά του μέτρου, νανομέτρων, nm). Με την πάροδο των ετών αυτό μειώθηκε στα 190nm, στη συνέχεια στα 130nm, πριν φτάσει στο ακραίο υπεριώδες: μόνο 3nm. Για την κλίμακα, ένα σωματίδιο του ιού Covid-19 έχει περίπου δεκαπλάσιο μέγεθος.
Για την επίτευξη αυτών των μικροσκοπικών διαστάσεων απαιτείται εξαιρετικά πολύπλοκη και ακριβή τεχνολογία: λέιζερ και οπτικές συσκευές απίστευτης ακρίβειας, καθώς και τα πιο αμιγή διαμάντια. Ένα λέιζερ ικανό να παράγει ένα επαρκώς σταθερό και εστιασμένο φως αποτελείται από 457.329 μέρη, τα οποία παράγονται από δεκάδες χιλιάδες εξειδικευμένες εταιρείες διάσπαρτες σε όλο τον κόσμο (ένας μόνο "εκτυπωτής" μικροτσίπ με αυτά τα χαρακτηριστικά αξίζει 100 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το τελευταίο μοντέλο προβλέπεται ότι θα κοστίζει 300 εκατομμύρια δολάρια). Αυτό σημαίνει ότι το άνοιγμα ενός εργοστασίου τσιπ απαιτεί επένδυση περίπου 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ουσιαστικά το ίδιο ποσό που θα χρειαζόταν για ένα αεροπλανοφόρο. Αυτή η επένδυση πρέπει να αποδώσει καρπούς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, διότι σε λίγα χρόνια τα τσιπ θα έχουν ξεπεραστεί από ένα πιο προηγμένο, συμπαγές/συμπιεσμένο, μικροσκοπικό μοντέλο, το οποίο θα απαιτεί εντελώς νέο εξοπλισμό, αρχιτεκτονική και διαδικασίες. (Υπάρχουν φυσικά όρια σε αυτή τη διαδικασία· μέχρι τώρα έχουμε φτάσει σε στρώματα πάχους μόλις μερικών ατόμων, γι' αυτό και γίνονται τόσες πολλές επενδύσεις στην κβαντική πληροφορική, στην οποία το φυσικό όριο της κβαντικής αβεβαιότητας κάτω από ένα ορισμένο όριο δεν αποτελεί πλέον περιορισμό, αλλά ένα χαρακτηριστικό προς αξιοποίηση). Στις μέρες μας, οι περισσότερες εταιρείες ημιαγωγών δεν παράγουν καθόλου ημιαγωγούς· απλώς σχεδιάζουν και προγραμματίζουν την αρχιτεκτονική τους, εξ ου και η συνήθης ονομασία που χρησιμοποιείται για την αναφορά τους: "fabless" ("χωρίς κατασκευή" [δεν έχουν στην κατοχή τους κάποιο εργοστάσιο παραγωγής], ανάθεση της παραγωγής σε τρίτους). Αλλά αυτές οι επιχειρήσεις δεν είναι πραγματικά βιοτεχνικές... Για να αναφέρουμε μόνο τρία παραδείγματα, η Qualcomm απασχολεί 45.000 εργαζόμενους και έχει κύκλο εργασιών 35 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η Nvidia απασχολεί 22.400 εργαζόμενους με έσοδα 27 δισεκατομμυρίων δολαρίων και η AMD 15.000 με 16 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτό μιλάει για το παράδοξο που βρίσκεται στην καρδιά της τεχνολογικής μας νεωτερικότητας: η αυξανόμενα απειροελάχιστη σμίκρυνση απαιτεί αυξανόμενα μακροσκοπικές, τιτάνιες εγκαταστάσεις, σε βαθμό που ούτε το Πεντάγωνο δε μπορεί να τις αντέξει οικονομικά, παρά τον ετήσιο προϋπολογισμό του των 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ταυτόχρονα, απαιτείται ένα πρωτοφανές επίπεδο ολοκλήρωσης για τη συναρμολόγηση εκατοντάδων χιλιάδων διαφορετικών συνιστωσών, που παράγονται από διαφορετικές τεχνολογίες, καθεμία από τις οποίες είναι υπερεξειδικευμένη.
Η ώθηση προς τη συγκέντρωση-συγκεντροποίηση είναι αμείλικτη. Η παραγωγή των μηχανημάτων που "εκτυπώνουν" τα μικροτσίπ τελευταίας τεχνολογίας βρίσκεται υπό το μονοπώλιο μιας και μόνο ολλανδικής εταιρείας, της ASM International, ενώ η παραγωγή των ίδιων των τσιπ αναλαμβάνεται από έναν περιορισμένο αριθμό εταιρειών (οι οποίες ειδικεύονται σε έναν συγκεκριμένο τύπο τσιπ: λογικό, DRAM, μνήμη flash ή επεξεργασία γραφικών). Η αμερικανική εταιρεία Intel παράγει σχεδόν όλους τους μικροεπεξεργαστές υπολογιστών, ενώ ο ιαπωνικός τομέας –ο οποίος πήγε εξαιρετικά καλά τη δεκαετία του 1980 πριν εισέλθει σε κρίση στα τέλη της δεκαετίας του '90– έχει πλέον απορροφηθεί από την αμερικανική εταιρεία Micron, η οποία διατηρεί εργοστάσια σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία.
Υπάρχουν, ωστόσο, μόνο δύο πραγματικοί γίγαντες στην υλική παραγωγή: ο ένας είναι η Samsung της Νότιας Κορέας, η οποία προτιμήθηκε από τις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1990 για να αντιμετωπίσει την άνοδο της Ιαπωνίας, της οποίας η προκοπή πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε γίνει απειλητική· ο άλλος είναι η TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company· 51.000 εργαζόμενοι με κύκλο εργασιών 43 δισεκατομμυρίων δολαρίων και 16 δισεκατομμύρια δολάρια κέρδη), η οποία προμηθεύει όλες τις αμερικανικές εταιρείες "fabless" [οι εταιρείες που σχεδιάζουν τα τσιπ, χωρίς να διαθέτουν την υλική τους παραγωγή], παράγοντας το 90% των προηγμένων τσιπ παγκοσμίως.
Το δίκτυο παραγωγής τσιπ είναι επομένως εξαιρετικά ανομοιογενές, με εργοστάσια διασκορπισμένα μεταξύ των Κάτω Χωρών, των ΗΠΑ, της Ταϊβάν, της Νότιας Κορέας, της Ιαπωνίας, της Μαλαισίας (σημειώστε όμως το σύμπλεγμα των επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Ανατολική Ασία, όπως φαίνεται στον παραπάνω χάρτη). Είναι επίσης συγκεντρωμένη σε μια χούφτα μονοπωλίων (ASML για την υπεριώδη λιθογραφία, Intel για τους μικροεπεξεργαστές, Nvidia για τις GPU, TSMC και Samsung για την υλική παραγωγή), με μνημειώδη επίπεδα επενδύσεων. Αυτός είναι ο ιστός που κάνει τις αμερικανικές κυρώσεις τόσο αποτελεσματικές: ένα αμερικανικό μονοπώλιο στη σχεδίαση μικροτσίπ, που καταρτίζονται από τις μεγάλες εταιρείες "fabless" [εταιρείες που σχεδιάζουν τα τσιπ, χωρίς να διαθέτουν την υλική τους παραγωγή], μέσω του οποίου μπορεί να ασκηθεί τεράστια επιρροή σε εταιρείες σε υποτελή κράτη που κατασκευάζουν στην πραγματικότητα τα υλικά. Οι ΗΠΑ μπορούν να εμποδίσουν αποτελεσματικά την κινεζική τεχνολογική πρόοδο επειδή καμία χώρα στον κόσμο δεν έχει την ικανότητα ή τους πόρους που απαιτούνται για την ανάπτυξη αυτών των προηγμένων συστημάτων. Οι ίδιες οι ΗΠΑ πρέπει να βασίζονται στην τεχνολογική υποδομή που έχει αναπτυχθεί στη Γερμανία, τη Βρετανία και αλλού. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απλώς θέμα τεχνολογίας· χρειάζονται επίσης εκπαιδευμένοι μηχανικοί, ερευνητές και τεχνικοί. Για την Κίνα, λοιπόν, το βουνό που πρέπει να ανέβει είναι απότομο, ακόμη και ιλιγγιώδες. Αν καταφέρει να προμηθευτεί ένα εξάρτημα, θα διαπιστώσει ότι λείπει ένα άλλο κ.ο.κ. Σε αυτόν τον τομέα, η τεχνολογική αυτάρκεια είναι αδύνατη.
Το Πεκίνο προσπάθησε φυσικά να προετοιμαστεί για αυτό το ενδεχόμενο, έχοντας προβλέψει την άφιξη αυτών των περιορισμών εδώ και αρκετό καιρό, συσσωρεύοντας τσιπ και επενδύοντας δυσθεώρητα ποσά στην ανάπτυξη της τοπικής τεχνολογίας κατασκευής τσιπ. Έχει σημειώσει κάποια πρόοδο στην παραγωγή: η κινεζική εταιρεία Semiconductor Manufacturing International Corporation (SIMC) παράγει πλέον τσιπ, αν και η τεχνολογία της υπολείπεται κατά αρκετές γενιές της TSMC, της Samsung και της Intel. Αλλά, τελικά, θα είναι αδύνατο για την Κίνα να φτάσει τους ανταγωνιστές της. Δε μπορεί να έχει πρόσβαση σε λιθογραφικές μηχανές ούτε στις ακραία υπεριώδεις ακτίνες που παρέχει η ASML, η οποία έχει μπλοκάρει όλες τις εξαγωγές. Η αδυναμία της Κίνας απέναντι σε αυτή την επίθεση είναι σαφής από την παντελή έλλειψη επίσημης αντίδρασης από τους αξιωματούχους του Πεκίνου, οι οποίοι δεν έχουν ανακοινώσει κανένα αντίμετρο ή αντίποινα για τις αμερικανικές κυρώσεις. Η προτιμώμενη στρατηγική φαίνεται να είναι η αποσιώπηση: να συνεχίσουν να εργάζονται κάτω από το ραντάρ (ίσως με λίγη κατασκοπεία), αντί να πεταχτούν στη θάλασσα χωρίς σωσίβιο.
Το πρόβλημα για τον αμερικανικό αποκλεισμό είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών της TSMC (καθώς και των εξαγωγών της Samsung, της Intel και της ASML) κατευθύνονται προς την Κίνα, η βιομηχανία της οποίας εξαρτάται από το νησί που θέλει να προσαρτήσει-επαναπατρίσει. Οι αρχές της Ταϊβάν έχουν πλήρη επίγνωση του κομβικού ρόλου της βιομηχανίας ημιαγωγών στην ασφάλεια του νησιού, σε τέτοιο βαθμό που την αποκαλούν "ασπίδα πυριτίου". Οι ΗΠΑ θα έκαναν τα πάντα για να αποφύγουν να χάσουν τον έλεγχο της βιομηχανίας, και η Κίνα δεν έχει την πολυτέλεια να καταστρέψει τις εγκαταστάσεις της με μια εισβολή. Αλλά αυτή η συλλογιστική ήταν πολύ πιο ισχυρή πριν από το ξέσπασμα του σημερινού Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Στην πραγματικότητα, δύο μήνες πριν από την ανακοίνωση των κυρώσεων για τα μικροτσίπ στην Κίνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν εξέδωσε το νόμο για τα τσιπ και την επιστήμη, ο οποίος διέθετε 50 δισεκατομμύρια δολάρια για τον επαναπατρισμό τουλάχιστον μέρους της παραγωγικής διαδικασίας, αναγκάζοντας ουσιαστικά τη Samsung και την TSMC να κατασκευάσουν νέες εγκαταστάσεις παραγωγής (και να αναβαθμίσουν τις παλιές) σε αμερικανικό έδαφος. Η Samsung έχει έκτοτε υποσχεθεί 200 δισεκατομμύρια δολάρια για 11 νέες εγκαταστάσεις στο Τέξας κατά την επόμενη δεκαετία –αν και το χρονοδιάγραμμα είναι πιθανότερο να είναι δεκαετίες, πληθυντικός. Όλα αυτά δείχνουν ότι αν οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να "αποπαγκοσμιοποιήσουν" μέρος του παραγωγικού τους μηχανισμού, είναι επίσης εξαιρετικά δύσκολο να αποσυνδέσουν τις οικονομίες της Κίνας και των ΗΠΑ μετά από σχεδόν 40 χρόνια αμοιβαίας δέσμευσης. Και θα είναι ακόμη πιο περίπλοκο για τις ΗΠΑ να πείσουν τους άλλους συμμάχους τους –την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ευρώπη– να αποσυνδέσουν τις οικονομίες τους από την οικονομία της Κίνας, όχι μόνο επειδή αυτά τα κράτη έχουν ιστορικά χρησιμοποιήσει τέτοιους εμπορικούς δεσμούς για να χαλαρώσουν τον αμερικανικό ζυγό.
Η περίπτωση εγχειριδίου είναι η Γερμανία: ο μεγαλύτερος χαμένος στον πόλεμο στην Ουκρανία, μια σύγκρουση που έθεσε υπό αμφισβήτηση κάθε στρατηγική απόφαση που ακολούθησαν οι γερμανικές ελίτ τα τελευταία 50 χρόνια. Από την αλλαγή της χιλιετίας, η Γερμανία έχει θεμελιώσει την οικονομική –και ως εκ τούτου την πολιτική– της μοίρα στη σχέση της με την Κίνα, τον κυριότερο εμπορικό της εταίρο (με ετήσιο εμπόριο αξίας 264 δισεκατομμυρίων δολαρίων). Σήμερα, η Γερμανία συνεχίζει να ενισχύει αυτούς τους διμερείς δεσμούς, παρά τόσο την ψυχρότητα των σχέσεων μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον όσο και τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος έχει διαταράξει τη ρωσική διαμεσολάβηση μεταξύ του γερμανικού μπλοκ και της Κίνας. Τον Ιούνιο, η γερμανική εταιρεία παραγωγής χημικών BASF ανακοίνωσε επένδυση ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ένα νέο εργοστάσιο στο Zhangjiang στη νότια Κίνα. Ο Όλαφ Σολτς πραγματοποίησε μάλιστα επίσκεψη στο Πεκίνο νωρίτερα αυτό το μήνα, επικεφαλής αντιπροσωπείας διευθυντών της Volkswagen και της BASF. Ο καγκελάριος ήρθε με δώρα, υποσχόμενος να εγκρίνει την αμφιλεγόμενη επένδυση της κινεζικής εταιρείας Cosco σε τερματικό σταθμό για πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Αμβούργου. Οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι διαφώνησαν με την κίνηση αυτή, αλλά ο καγκελάριος απάντησε επισημαίνοντας ότι το ποσοστό της Cosco θα είναι περίπου 24,9%, χωρίς δικαίωμα βέτο, και θα καλύπτει μόνο έναν από τους τερματικούς σταθμούς του Αμβούργου –ασύγκριτο με την πλήρη εξαγορά του Πειραιά από την εταιρεία το 2016. Τελικά, η πιο ατλαντική πτέρυγα του γερμανικού συνασπισμού αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Στην παρούσα συγκυρία, ακόμη και αυτές οι ελάχιστες χειρονομίες –το ταξίδι του Scholz στο Πεκίνο, κινεζικές επενδύσεις αξίας μικρότερης των 50 εκατομμυρίων δολαρίων στο Αμβούργο– μοιάζουν με μεγάλες πράξεις ανυπακοής, ειδικά μετά τον τελευταίο γύρο αμερικανικών κυρώσεων. Αλλά η Ουάσινγκτον δε θα μπορούσε να περιμένει από τους Ασιάτες και τους Ευρωπαίους υποτελείς της να καταπιούν απλώς την αποπαγκοσμιοποίηση σα να μην είχε συμβεί ποτέ η νεοφιλελεύθερη εποχή: σα να μην είχαν ενθαρρυνθεί, ωθηθεί, σχεδόν εξαναγκαστεί, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, να περιπλέξουν τις οικονομίες τους μεταξύ τους, οικοδομώντας έναν ιστό αλληλεξάρτησης που είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο να διαλυθεί.
Από την άλλη πλευρά, όταν ξεσπά πόλεμος, οι υποτελείς πρέπει να αποφασίσουν με ποια πλευρά βρίσκονται. Και αυτός ο πόλεμος διαμορφώνεται σε ένα γιγαντιαίο πόλεμο, ακόμη και αν διεξάγεται για χιλιοστά του χιλιοστού.