Σκέψη και κυβερνητική (1964)
Του Β. Μ. Γκλουσκόφ, μέλους της Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.
Το άρθρο αυτό παρουσιάζεται στο πλαίσιο ανάπτυξης προβληματικής. Εκδότης, Voprosy filosofii.
Πηγή: V. M. Glushkov (1964) Thinking and Cybernetics, Soviet Studies of Philosophy, 2:4, 3-13.
Μετάφραση: Αντώνης Ευθυμιάτος, φοιτητής ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
***
Τα επιτεύγματα της σύγχρονης κυβερνητικής και της μαθηματικής λογικής έχουν μεγάλη σημασία για την κατανόηση της φύσης της διαδικασίας της σκέψης. Ένα από τα κυριότερα καθήκοντα που θέτουν αυτοί οι κλάδοι της γνώσης είναι η μελέτη των νόμων της σκέψης με τη βοήθεια της ακρίβειας των μαθηματικών μεθόδων και των τεχνικών μοντελοποίησης. Είναι αναμφίβολο ότι ούτε η κυβερνητική ούτε η μαθηματική λογική μπορούν να προσποιηθούν ότι προσφέρουν μια πλήρη εξήγηση μιας τόσο πολύπλοκης διαδικασίας όσο αυτή της σκέψης. Η φυσιολογική πτυχή, η οποία σχετίζεται με το γεγονός ότι η ζωή είναι η ειδική μορφή ύπαρξης πρωτεϊνών, βρίσκεται εκτός του πλαισίου της κυβερνητικής και ιδιαίτερα της μαθηματικής λογικής. Ομοίως, η κυβερνητική και η λογική δεν αντικαθιστούν και δε μπορούν να αντικαταστήσουν τις κοινωνικές επιστήμες στην εξήγηση των ιδιαιτεροτήτων της κοινωνικής πτυχής της διαδικασίας της σκέψης.
Η κυβερνητική και η μαθηματική λογική χαρακτηρίζονται από την προσέγγιση στη μελέτη της σκέψης στην πληροφοριακή πτυχή της. Η πληροφοριακή πτυχή τής σκέψης σχετίζεται με τη σκέψη ως ένα όλο με τον ίδιο τρόπο που τα αφηρημένα μαθηματικά μοντέλα των διάφορων φαινομένων του πραγματικού κόσμου σχετίζονται με τα ίδια τα φαινόμενα αυτά. Η αφαίρεση είναι η βάση της πληροφοριακής προσέγγισης στη μελέτη των διεργασιών της σκέψης. Κατά την εκτέλεση αυτής της αφαίρεσης, η φυσική και, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, η βιολογική και κοινωνική ουσία της διαδικασίας της σκέψης αγνοούνται, και η διαδικασία της σκέψης θεωρείται μόνο ως μια διαδικασία μετατροπής τής πληροφορίας.
Η έννοια της πληροφορίας είναι μία από τις βασικές έννοιες της σύγχρονης φυσικής επιστήμης. Η πληροφορία, με την ευρύτερή της έννοια, αντιπροσωπεύει την έκφραση διαφοροποιήσεων ως προς την κατανομή ύλης και ενέργειας στο χώρο και το χρόνο· είναι ένα μέτρο των αλλαγών που εμπλέκονται σε όλες τις διεργασίες που συμβαίνουν στον κόσμο. Η άμεση συσχέτιση μεταξύ της έννοιας της πληροφορίας και της απαίτησης αυτή να ερμηνεύεται ομοιόμορφα, όπως συμβαίνει στη συνήθη καθημερινή κατανόηση αυτού του όρου, δεν είναι καθόλου ουσιώδης. Η πληροφορία είναι παρούσα όχι μόνο στις καλυμμένες με γράμματα σελίδες ενός βιβλίου ή στην ανθρώπινη ομιλία, αλλά και στο φως του ήλιου, στις πτυχώσεις μιας οροσειράς, στο θόρυβος ενός καταρράκτη, στο θρόισμα των φύλλων κ.ο.κ.
Η πληροφοριακή προσέγγιση στη μελέτη των φαινομένων προϋποθέτει την αγνόηση πολλών ιδιοτήτων των πραγματικών φορέων της πληροφορίας, αν και τα όρια σε αυτή τη διαδικασία της αφαίρεσης είναι αρκετά αυθαίρετα και [κυρίως] καθορίζονται από την ειδική φύση των υπό εξέταση προβλημάτων. Έτσι, λειτουργώντας με γραπτή πληροφορία, συνήθως αγνοούμε τη φύση [τη μορφή] των χειρόγραφων χαρακτήρων ή του υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την καταγραφή της πληροφορίας. Η πληροφοριακή ουσία των γραμμάτων, ως μέσο έκφρασης λεκτικής πληροφορίας, δεν εξαρτάται από το αν αυτά έχουν γραφτεί με το χέρι, έχουν αναπαραχθεί από εκτυπωτές ή λαξευτεί σε πέτρα. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις, στην εγκληματολογία, για παράδειγμα, όταν ο αποφασιστικός ρόλος δεν παίζεται από τα γράμματα, αλλά από το γραφικό χαρακτήρα ή ακόμη και τη σύνθεση του μελανιού που χρησιμοποιήθηκε.
Το γεγονός ότι είναι δυνατό να αγνοηθούν πολλές ιδιότητες των πραγματικών φορέων της πληροφορίας παρέχει ευρεία εμβέλεια για τη μοντελοποίηση των πληροφοριακών διαδικασιών ενός είδους μέσω ενός εντελώς διαφορετικού είδους, οι οποίες [πληροφοριακές διαδικασίες], ωστόσο, έχουν την ίδια ουσία ως πληροφορία. Με αυτό τον τρόπο προκύπτει η αφηρημένη έννοια της πληροφορίας. Έτσι, η πληροφορία που συνήθως μεταδίδεται με τη μορφή ήχων μπορεί να παρουσιαστεί, χωρίς απώλεια της αφηρημένης πληροφοριακής της ουσίας, ως καταγραφή αυτών των ήχων σε μαγνητική ταινία ή ακόμα και με τη μορφή ενός γραφήματος που αναπαράγει την ένταση του ήχου σε κάποιο σημείο του χώρου και ως συνάρτηση του χρόνου.
Στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, αντιμετωπίζουμε πληροφορία που παρουσιάζεται στη λεγόμενη συνεχή μορφή, στην οποία δεν υπάρχουν στοιχειώδη σωματίδια πληροφορίας, άτομα πληροφορίας, κατά κάποιον τρόπο. Για την ανάλυση της πληροφοριακής ουσίας της διαδικασίας της σκέψης, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο ρόλο των διακριτών μορφών στις οποίες παρουσιάζεται η πληροφορία, σύμφωνα με τις οποίες η πληροφορία χωρίζεται σε όμοια στοιχειώδη κομμάτια. Οι διάφορες μορφές χειρόγραφων χαρακτήρων μπορούν να αναφερθούν ως παραδείγματα διακριτών μορφών πληροφορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, τα γράμματα έχουν τη λειτουργία των ατόμων της πληροφορίας, τα ιερογλυφικά και άλλα σύμβολα που χρησιμεύουν για να δηλώσουν διάφορα στοιχεία της μιας ή της άλλης πραγματικής ανθρώπινης γλώσσας.
Η κυβερνητική και η μαθηματική λογική, γενικεύοντας τις διάφορες διακριτές μορφές παρουσίασης της πληροφορίας, φθάνουν στην έννοια του αφηρημένου αλφαβήτου. Ένα αφηρημένο αλφάβητο είναι ένα πεπερασμένο σύνολο συμβόλων - αφηρημένων γραμμάτων, που χρησιμεύουν για να δηλώσουν ξεχωριστά στοιχειώδη τμήματα πληροφορίας. Στην κυβερνητική, κανείς μιλά συνήθως απλώς για τα αλφάβητα και τα γράμματα που [τα αλφάβητα] περιλαμβάνουν. Προσθέτοντας τον όρο «αφηρημένα» στις έννοιες των αλφάβητων και των γραμμάτων, τονίζουμε ότι, κατά την εφαρμογή αυτών των εννοιών, συνήθως αγνοούμε την πραγματική φύση των γραμμάτων και συχνά ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο δηλώνονται. Το μόνο που είναι σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο αριθμός των γραμμάτων είναι πεπερασμένος στο αλφάβητο και η δυνατότητα διάκρισης των διάφορων γραμμάτων μεταξύ τους. Επίσης, πάντα είναι δυνατό να προσδιορίζονται απλώς από αριθμό όλα τα γράμματα του αλφαβήτου και στη συνέχεια να χρησιμοποιούνται όχι τα γράμματα, αλλά οι αριθμοί τους.
Όταν χρησιμοποιούνται αφηρημένα αλφάβητα είναι απαραίτητο να αγνοείται η κοινή, καθημερινή αντίληψη των γραμμάτων, ακόμη και όταν αντιμετωπίζεται μια πραγματική ανθρώπινη γλώσσα. Είναι συχνά κατάλληλο να συμπεριλαμβάνονται σημεία στίξης και ακόμη και το τυπογραφικό σύμβολο για την απόσταση μεταξύ των λέξεων στο συνολικό αριθμό των γραμμάτων [ενός αφηρημένου αλφάβητου]. Είναι δυνατό να εισαχθούν αλφάβητα που περιέχουν, ως γράμματα, μερικές (και ίσως όλες) τις λέξεις κάποιας πραγματικής ανθρώπινης γλώσσας. Όπου εμπλέκονται αριθμητικές πληροφορίες, οι αριθμοί είναι αυτοί που παίζουν το ρόλο των γραμμάτων.
Ακριβώς όπως οι συνηθισμένες ρωσικές λέξεις και η ρωσική γλώσσα στην ολότητά τους χτίστηκαν από ξεχωριστά γράμματα, οι αφηρημένες λέξεις και οι αφηρημένες γλώσσες είναι κατασκευασμένα από τα γράμματα των αφηρημένων αλφάβητων. Η έννοια της αφηρημένης (ή τυπικής) γλώσσας στην κυβερνητική και στη μαθηματική λογική πρέπει να περιλαμβάνει την παρουσία ενός πεπερασμένου συστήματος κανόνων, καθιστώντας δυνατή τη διαφοροποίηση των λέξεων και των εκφράσεων που έχουν συνταχθεί κατάλληλα από εκείνες που δεν έχουν και οι οποίες [λέξεις και εκφράσεις] δεν έχουν νόημα στην υπό εξέταση γλώσσα.
Μια ζωντανή ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί ως τυπική γλώσσα μόνο μετά τη διατύπωση ενός αυστηρού συστήματος κανόνων που καθιστά δυνατή τη διάκριση των εκφράσεων που επιτρέπονται στη γλώσσα από όλες τις άλλες εκφράσεις, δηλαδή να διαφοροποιούνται οι προτάσεις με νόημα από αυτές χωρίς νόημα. Επιπλέον [μια τυπική γλώσσα], είναι απαραίτητο να έχει, εκτός από γραμματικούς κανόνες, κανόνες για τη συνεπή διαμόρφωση των προτάσεων στη γλώσσα. Ελλείψει αυτού, η γλώσσα σαφώς θα μπορούσε να χρησιμεύσει μόνο για να καταγράψει τα αποτελέσματα της σκέψης, αλλά θα ήταν εντελώς άχρηστη για οποιαδήποτε μοντελοποίηση της ίδιας της διαδικασίας της σκέψης.
***
Από φιλοσοφική άποψη, είναι εξαιρετικά σημαντικό να βρεθεί η σωστή απάντηση στα ακόλουθα δύο ερωτήματα: πρώτο, σε ποιο βαθμό είναι δυνατό να τυποποιηθούν οι πραγματικές ανθρώπινες γλώσσες και, δεύτερο, ποιο τμήμα της ανθρώπινης σκέψης μπορεί να μοντελοποιηθεί από τους μηχανισμούς τέτοιων τυπικών γλωσσών;
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, είναι απαραίτητο, πρώτο, να ληφθεί υπόψη η κολοσσιαία πρακτική δυσκολία που συνεπάγεται η πραγματική τυποποίηση οποιασδήποτε από τις υπάρχουσες ανθρώπινες γλώσσες, είτε αυτές που υπήρξαν στο παρελθόν. Το καθήκον αυτό συνίσταται στην εύρεση και ακριβή τυποποίηση, όχι δεκάδων ή ακόμα και εκατοντάδων, αλλά πολλών δεκάδων χιλιάδων (και, ίσως, ακόμη και πολλών εκατοντάδων χιλιάδων) κανόνων, οι οποίοι ορίζουν την ορθότητα των προτάσεων και των ακολουθιών των προτάσεων στη δοσμένη τη γλώσσα, όχι μόνο από τη γραμματική αλλά και του νοήματος. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι το πρόβλημα αυτό δεν έχει ακόμη επιλυθεί. Επιπλέον, μέχρι την εμφάνιση και τα πρώτα επιτεύγματα της κυβερνητικής αυτό το έργο δεν είχε καν οριστεί με πληρότητα.
Ωστόσο, στην ερώτηση που τέθηκε παραπάνω [σε ποιο βαθμό είναι δυνατό να τυποποιηθούν οι πραγματικές ανθρώπινες γλώσσες], το κύριο σημείο δεν είναι αυτό των πρακτικών δυσκολιών, όσο τεράστιες και αν είναι αυτές, αλλά η κατ’ αρχήν δυνατότητα της πλήρους τυποποίησης μιας ανθρώπινης γλώσσας. Αν μιλάμε για το καθήκον της τυποποίησης μιας γλώσσας με την καταγραφή όλων των κανόνων της από κάποια δεδομένη στιγμή στο χρόνο (των κανόνων που υπάρχουν αντικειμενικά στο νου κάποιου πραγματικού ανθρώπου), πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό το πρόβλημα είναι κατ’ αρχήν επιλύσιμο. Η εξέταση αυτού του προβλήματος ως μη επιλύσιμου είναι αστήρικτη από την επιστημολογική άποψη, στο βαθμό που ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι οι νόμοι των γλωσσών είναι μη γνώσιμοι [έξω από τη νόηση, τη γνωστική διαδικασία, beyond cognition].
Ωστόσο, είναι σαφές ότι καμία σταθερή [fixed] και τυποποιημένη γλώσσα δε μπορεί να είναι ισοδύναμη με μια ζωντανή ανθρώπινη γλώσσα. Η τελευταία, ανόμοια με την πρώτη, αναπτύσσεται διαρκώς και υπόκειται σε βελτίωση. Ως εκ τούτου, κάθε τυποποίηση οποιασδήποτε ζωντανής ανθρώπινης γλώσσας αποτελεί απλώς ένα περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένο καλούπι που λαμβάνεται απ’ αυτή σε μια δεδομένη στιγμή, το οποίο χάνει την ομοιότητά του με το πρωτότυπο καθώς το τελευταίο αναπτύσσεται.
Προκειμένου να απαντήσουμε στο δεύτερο ερώτημα [ποιο τμήμα της ανθρώπινης σκέψης μπορεί να μοντελοποιηθεί από τους μηχανισμούς των τυπικών γλωσσών], παρατηρούμε, κατ' αρχάς, ότι κάθε διαδικασία σκέψης στηρίζεται στη γνώση που συσσωρεύτηκε από την ανθρωπότητα. Η γνώση περιλαμβάνει στοιχεία διαφορετικών βαθμών σταθερότητας. Ένα μέρος της γνώσης που συσσωρεύτηκε από την ανθρωπότητα, για το οποίο η γλώσσα είναι ο τρόπος σταθεροποίησης [mode of fixation], διατηρεί τη σημασία του για ιστορικές περιόδους οσοδήποτε μεγάλης διάρκειας, αν και η μορφή της γλωσσικής έκφρασης αυτής της γνώσης μπορεί να υποστεί σημαντικές αλλαγές κατά τη διάρκεια την εν λόγω περιόδου. Ως εκ τούτου, είναι φυσικό να επιχειρηθεί η οικοδόμηση μιας τυπικής γλώσσας η οποία, μια για πάντα, θα περιέχει ορισμένα αμετάβλητα και καθολικά εφαρμόσιμα συστατικά [συνιστώσες, components] της ανθρώπινης γνώσης. Ταυτόχρονα, αυτή η γλώσσα πρέπει να κατέχει μέσα αρκετά εκφραστικά ώστε να καθιστά δυνατή την καταγραφή αυτών των εννοιών και των συνδέσεων μεταξύ των εννοιών που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο σε όλες τις πραγματικές διεργασίες της σκέψης.
Το έργο της κατασκευής τέτοιων συνθετικών (τυπικών) καθολικών γλωσσών (γλωσσικών συστημάτων) επιλύεται από τη μαθηματική λογική. Σε ένα τέτοιο σύστημα -τον προτασιακό λογισμό- λατινικά γράμματα και ορισμένα πρόσθετα σύμβολα χρησιμοποιούνται για την κατασκευή καθολικών σημειογραφιών [denotations] για γλωσσικές κατασκευές που έχουν ως ισοδύναμά τους τις λέξεις «και», «ή», «όχι», «αν...τότε», «πρόταση», «αντικείμενο», «ιδιότητα», «σχέση», «αληθής», «ψευδής» και εκφράσεις του τύπου «για όλα τα αντικείμενα (ιδιότητες, σχέσεις) ισχύει ότι...» και «υπάρχουν αντικείμενα (ιδιότητες, σχέσεις) για τα οποία ισχύει...». Σε ένα τέτοιο σύστημα υπάρχει ακόμη και η δυνατότητα καταγραφής οποιονδήποτε επιθυμητών ξεχωριστών αντικειμένων, ιδιοτήτων ή σχέσεων και σύνδεσης των γλωσσικών κατασκευών που αναφέρονται παραπάνω σε προτάσεις με νόημα.
Η γλώσσα που ανακύπτει έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή των τυπικών θεωριών και των τυπικών αποδείξεων μοντελοποιώντας μια από τις σημαντικότερες διαδικασίες της σκέψης, αυτό που ονομάζεται [τυπικο-]λογική σκέψη. Το καθήκον είναι, μόλις διαπιστωθεί ένας ορισμένος αριθμός καθορισμένων γεγονότων, να εξαχθούν όλες οι συνέπειες αυτών των γεγονότων από τυπικές δομές [formal constructs] στη γλώσσα. Σε σύνδεση με αυτό, αναπτύσσεται η γοητευτική ιδέα της πλήρους τυποποίησης (βάσει μιας από τις τυποποιημένες λογικές γλώσσες) της διαδικασίας της σκέψης μέσα στα όρια κάποιου απαγωγικά κατασκευασμένου [deductively constructed] πεδίου της γνώσης, όπως τα μαθηματικά. Ωστόσο, όπως επεσήμανε ο Gödel, ακόμη και η αριθμητική των φυσικών αριθμών δε μπορεί να τυποποιηθεί εξ ολοκλήρου σε οποιαδήποτε τυπική γλώσσα, με οποιονδήποτε πεπερασμένο αριθμό αρχικών θεμελιωδών γεγονότων (αξιωμάτων), παγιωμένων [fixed] εκ των προτέρων. Σε κάθε τέτοιο σύστημα, μαζί με γεγονότα που μπορούν να εξαχθούν από αξιώματα με τυπικά [τυπικο-λογικά] μέσα, θα υπάρχουν γεγονότα που αποτελούν κατά τη συνήθη, καθημερινή έννοια, τις συνέπειες του δεδομένου συστήματος των αξιωμάτων, αλλά δεν επιδέχονται τυπική απόδειξη. Είναι αλήθεια ότι είναι πάντα δυνατό να επεκταθεί το αρχικό γλωσσικό σύστημα, έτσι ώστε κάθε γεγονός που δίνεται εκ των προτέρων και δεν αποδεικνύεται στο παλιό σύστημα να είναι τυπικά αποδείξιμο στο νέο. Ωστόσο, στο νέο σύστημα θα υπάρξουν γεγονότα που δε μπορούν να αποδειχθούν μέσα σε αυτό.
Η αύξηση της ποσότητας της γνώσης καθώς προοδεύει η επιστήμη μπορεί να ερμηνευθεί σε αυτό το επίπεδο ως μια διαδικασία απεριόριστης επέκτασης ενός τυπικού γλωσσικού συστήματος με τους όρους του οποίου μπορεί να τυποποιηθεί ολόκληρος ο όγκος της ανθρώπινης γνώσης σε μια δοσμένη στιγμή. Αλλά την ίδια στιγμή, καμία από τις τυποποιήσεις (φορμαλισμούς) δεν εξαντλεί ολόκληρη την άπειρη γνωστική διαδικασία [process of cognition] ως όλο. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί μια εκδήλωση, από την άποψη της φυσικής επιστήμης, της επιστημολογικής αρχής του διαλεκτικού υλισμού: ο κόσμος δεν περιέχει μη γνώσιμα πράγματα‧ οποιοσδήποτε άγνωστος νόμος σήμερα μπορεί στη συνέχεια να γίνει εγνωσμένος, αλλά η απολύτως πλήρης γνώση είναι ανέφικτη σε οποιαδήποτε στιγμή στο χρόνο.
Έτσι, λάβαμε μια απάντηση στο δεύτερο από τα ερωτήματα που θέσαμε: εντός των ορίων οποιουδήποτε σταθερού τυπικού γλωσσικού συστήματος [fixed formal linguistic system] είναι αδύνατο να τυποποιηθούν όλες οι σκέψεις, ή ακόμη και εκείνο το μέρος της [σκέψης] που συνήθως αποκαλείται [τυπικο-]λογική σκέψη. Η συσχέτιση μεταξύ σκέψης και εμπειρίας, από την άποψη της ενεργού παρέμβασης του ανθρώπου στις διαδικασίες που συμβαίνουν στον κόσμο, βρίσκεται εκτός των συνόρων των τυπικών γλωσσικών συστημάτων με την έννοια με την οποία περιγράφηκαν παραπάνω και, κατά συνέπεια, εκτός των συνόρων της μαθηματικής λογικής. Αυτές οι πτυχές της διαδικασίας της σκέψης, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές για την κατανόηση της φύσης της, κάπως απροσδόκητα φωτίζονται εντός του πλαισίου της κυβερνητικής, η οποία αποτελεί υπ’ αυτή την έννοια μια συνέχιση και ανάπτυξη της μαθηματικής λογικής.
***
Μία από τις βασικές έννοιες της κυβερνητικής είναι αυτή του μετατροπέα πληροφορίας, π.χ., ενός συστήματος ικανού προς απόκτηση πληροφορίας από το περιβάλλον, μετατροπής της σύμφωνα με διάφορους κανόνες που καθορίζονται από τη δομή του μετατροπέα, και εκπομπής [μετάδοσης] της μετασχηματισμένης πληροφορίας για σκοπούς επηρεασμού του περιβάλλοντος. Στην κυβερνητική, οι μετατροπείς αυτού του τύπου συνήθως ταυτίζονται με διάφορα συστήματα ελέγχου, σε αυτή την περίπτωση το αντικείμενο που ελέγχεται από το δοσμένο σύστημα θεωρείται το περιβάλλον. Μπορεί, επίσης, να θεωρηθούν ως πληροφοριακοί μετατροπείς, συστήματα τα οποία τροφοδοτούνται με πληροφορία σχετικά με τον κόσμο γύρω τους, τα οποία επεξεργάζονται αυτή την πληροφορία για το σκοπό της ανακάλυψης κανονικοτήτων [regularities] σε αυτόν τον κόσμο και τα οποία χρησιμοποιούν την επεξεργασμένη πληροφορία και για σκοπούς απλής συσσώρευσης γνώσης (στοχαστική γνωστική διαδικασία, contemplative cognition) και για σκοπούς ενεργού επηρεασμού του περιβάλλοντος κόσμου (ενεργή, πρακτική γνωστική διαδικασία). Τέτοια συστήματα μπορεί να έχουν τη μεγαλύτερη ποικιλία ως προς τη φύση τους. Μπορεί να είναι τεχνικά συστήματα και συστήματα καταγραφής, τα νευρικά συστήματα ανθρώπου και ζώων ή, τέλος, διάφοροι τύποι συμπλεγμάτων ελέγχου και απόκτησης γνώσης τα οποία υπάρχουν στην ανθρώπινη κοινωνία (για παράδειγμα, ένα σύστημα οικονομικού ελέγχου ή ένα σύστημα ερευνητικών ινστιτούτων).
Σύμφωνα με τη γενική προσέγγιση στην κυβερνητική, τα συστήματα ελέγχου και μάθησης εξετάζονται στην καθαρά πληροφοριακή τους πτυχή, η οποία αφαιρείται από το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτών των συστημάτων. Αυτό καθιστά δυνατή την εξέταση από μία κοινή άποψη συστημάτων τόσο ποιοτικά διαφορετικών όσο, για παράδειγμα, τα τεχνικά και τα βιολογικά συστήματα. Η πληροφοριακή προσέγγιση των συστημάτων ελέγχου και μάθησης επιτρέπει, πρακτικά χωρίς απώλεια της γενικότητας, να περιοριστεί κανείς στην εξέταση απλώς των διακριτών μορφών παρουσίασης της πληροφορίας, ακόμη και των διακριτών μορφών οι οποίες χρησιμοποιούν πανομοιότυπο προκαθορισμένο πρότυπο (standard) αλφάβητο.
Η κατανόηση αυτού που μόλις επισημάνθηκε, πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε πραγματικός μετατροπέας συνεχούς πληροφορίας έχει τουλάχιστον τρεις περιορισμούς οι οποίοι καθιστούν δυνατή μια διακριτή προσέγγιση στην περιγραφή του έργου του. Πρώτο, υπάρχει η περιορισμένη διακριτική ικανότητα [resolving power] του μετατροπέα, ως συνέπεια της οποίας ο μετατροπέας δε μπορεί να αντιληφθεί ως ξεχωριστά δύο στοιχεία πληροφορίας που φθάνουν από δύο σημεία στο χώρο εγγύτερα το ένα στο άλλο από ένα δοσμένο ελάχιστο. Ως αποτέλεσμα, οποιοδήποτε μέρος του χώρου μπορεί, από την άποψη του πληροφοριακού μετατροπέα, να θεωρηθεί ότι αποτελείται από πεπερασμένο αριθμό σημείων, αν και στην πραγματικότητα ο αριθμός των σημείων αυτών μπορεί να είναι άπειρος.
Δεύτερο, υπάρχει η περιορισμένη ευαισθησία (sensitivity) του μετατροπέα, καθιστώντας αδύνατη τη διάκριση των ανεπαρκώς διαφοροποιημένων τιμών των φυσικών μεταβλητών που φέρουν πληροφορία (φωτεινότητα, ένταση ήχου κ.λπ.). Ως συνέπεια αυτού του περιορισμού, η πληροφορία που φθάνει στο μετατροπέα σε οποιαδήποτε δοσμένη στιγμή από κάποιο σημείο στο χώρο μπορεί να έχει μόνο έναν πεπερασμένο αριθμό τιμών ικανών να ανιχνευτούν από το μετατροπέα.
Τέλος, κάθε πραγματικός πληροφοριακός μετατροπέας έχει, επίσης, έναν τρίτο περιορισμό, τη χωρητικότητά του (capacity), με αποτέλεσμα να μη μπορεί να διακρίνει στιγμιότυπα στο χρόνο που είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Ως αποτέλεσμα, η πληροφορία που λαμβάνεται από το μετατροπέα σε ένα δοσμένο πεπερασμένο χρονικό διάστημα παρουσιάζεται με τη μορφή μιας λέξης (μια πεπερασμένη, διατεταγμένη ακολουθία γραμμάτων) στο αφηρημένο αλφάβητο που εισήχθη πρωτύτερα. Έτσι, η προσλαμβάνουσα πληροφορία του μετατροπέα διαπιστώνεται ότι έχει ληφθεί σε διακριτή μορφή. Η πληροφορία εξόδου εκδίδεται προφανώς με την ίδια μορφή.
Εξετάζοντας το ζήτημα της δημιουργίας ενός πρότυπου [standard] αλφάβητου, σημειώσαμε εξαρχής ότι τα γράμματα οποιουδήποτε αφηρημένου αλφάβητου μπορούν να αντικατασταθούν από τους αριθμούς τους, π.χ., από ρητούς ακεραίους. Απεικονίζοντας αυτούς τους αριθμούς σε κάποιο σταθερό σύστημα υπολογισμού, επιφέρουμε μια καταγραφή των γραμμάτων του δοσμένου αφηρημένου αλφάβητου (και, κατά συνέπεια, οποιωνδήποτε επιθυμητών λέξεων στην αφηρημένη γλώσσα) με τη μορφή μιας ακολουθίας αριθμών στο επιλεγμένο σύστημα υπολογισμού. Έτσι, πραγματοποιείται η αριθμητική κωδικοποίηση της αρχικής πληροφορίας. Το σύνολο των αριθμών στο δοσμένο σύστημα υπολογισμού θα αποτελέσει το πρότυπο αλφάβητο που επιδιώκεται. Για το σκοπό αυτό, μπορεί κανείς να επιλέξει ένα δεκαδικό αλφάβητο που αποτελείται από δέκα ψηφία από το μηδέν έως το εννέα, ή αυτό που ονομάζεται δυαδικό αλφάβητο, που αποτελείται από μόνο δύο ψηφία -μηδέν και ένα. Το τελευταίο χρησιμοποιείται ευρέως στους σημερινούς ψηφιακούς υπολογιστές.
Εάν, χάριν απλότητας, αποκαλούμε οποιοδήποτε σύστημα ελέγχου ή μάθησης κυβερνητικό σύστημα, μπορούμε τώρα να κάνουμε πράξεις με ένα αφηρημένο μοντέλο οποιουδήποτε επιθυμητού κυβερνο-συστήματος. Προς το σκοπό αυτό, ας κωδικοποιήσουμε την πληροφορία εισόδου και εξόδου ή, με άλλα λόγια, όλη την πληροφορία την οποία το σύστημά μας ανταλλάσσει με τον εξωτερικό κόσμο, με λέξεις του δοσμένου τυπικού αλφάβητου. Όταν γίνει αυτό, ολόκληρη η λειτουργικότητα του κυβερνο-συστήματος μπορεί να θεωρηθεί ως ο μετασχηματισμός των λέξεων σε ένα πρότυπο [standard] αλφάβητο. Η μελέτη οποιουδήποτε δοσμένου συγκεκριμένου κυβερνο-συστήματος ανάγεται [resolves] έτσι στο ερώτημα των κανόνων υπό τους οποίους λαμβάνει χώρα αυτή η μετατροπή [μετασχηματισμός]. Σημειώνουμε ότι μπορεί να υπάρχουν, μεταξύ αυτών των κανόνων, κάποιοι που επιτρέπουν διάφορες τυχαίες τροποποιήσεις, καθώς και συστηματικές αλλαγές σε διάφορους κανόνες για τη μετατροπή πληροφορίας με το πέρασμα του χρόνου υπό την επίδραση ενός άπειρου περιβάλλοντος.
Αυτή η τελευταία περίσταση είναι βασικής σημασίας για τα επακόλουθα συμπεράσματα, στο βαθμό που είναι ακριβώς αυτό που διαφοροποιεί (όσον αφορά τη μοντελοποίηση της διαδικασίας της σκέψης) τα κυβερνο-συστήματα από τα μοντέλα που εξετάστηκαν πρωτύτερα των διαδικασιών της σκέψης εντός των ορίων των διάφορων τυπικών γλωσσών. Κάποιος μπορεί να θεωρήσει ως αφηρημένα κυβερνητικά μοντέλα όχι μόνο τις τεχνικές συσκευές που δίνουν την πραγματικότητα σε οποιαδήποτε ιδιότυπη σταθερή τυπική γλώσσα [particular fixed formal language], αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, και ακόμη και ολόκληρες ομάδες ανθρώπων οι οποίοι εμπλέκονται με την πραγματοποίηση διαδικασιών της σκέψης οποιουδήποτε βαθμού πολυπλοκότητας.
Αυτό απαιτεί μια πλήρως νέα προσέγγιση στο ερώτημα της δυνατότητας μοντελοποίησης της ανθρώπινης σκέψης σε τεχνητές αυτόματες συσκευές. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ερώτημα αυτό συγχωνεύεται ουσιαστικά με το καθαρά φιλοσοφικό, επιστημολογικό ερώτημα της δυνατότητας γνώσης των νόμων της σκέψης, π.χ., τους κανόνες μετασχηματισμού της πληροφορίας η οποία αποκτήθηκε από ένα άτομο (ή από την ανθρωπότητα ως ολότητα) στη γνωστική διαδικασία [διάγνωσης] του κόσμου [the process of cognizing the world].
Από τη στιγμή που αυτοί οι κανόνες έχουν διαγνωστεί και επακριβώς διατυπωθεί, μπορούν να μοντελοποιηθούν επί κάποιου τεχνητά δημιουργημένου πληροφοριακού μετατροπέα. Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαίνεται περίεργο ότι οι κανόνες για τη λειτουργικότητα αντικειμένων βιολογικής ή ακόμη και κοινωνικής φύσης, τα οποία διαφέρουν ποιοτικά από τα τεχνικά αντικείμενα (βασισμένα, για παράδειγμα, επί των αρχών της ηλεκτρονικής), μπορούν, ωστόσο, να μοντελοποιηθούν με τη βοήθεια των τελευταίων. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι αυτό βρίσκεται υπό συζήτηση-εξέταση δεν είναι απόλυτη, αλλά μόνο πληροφοριακή μοντελοποίηση, και μ’ αυτή την έννοια, η ποιοτική διαφορά στη φύση της μοντελοποίησης και των μοντελοποιημένων[-μοντελοποιούμενων] αντικειμένων δεν έχει πλέον σημασία. Εάν, για παράδειγμα, ο άνθρωπος μοντελοποιείται, δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει οποιαδήποτε ιδιαίτερη δράση του (ας πούμε, το χτύπημα ενός τσεκουριού εναντίον ενός δέντρου) από το να συγκριθεί στο μοντέλο με έναν απλώς πληροφοριακό κώδικα αυτής της δράσης, που εκφράζεται από μια σειρά αριθμών ή λέξεων που περιγράφουν τη δοσμένη δράση.
Για να απαντήσω στο ερώτημα της πληρότητας της μοντελοποίησης της ανθρώπινης σκέψης σε τεχνικά κυβερνο-συστήματα, είναι σημαντικό να επιλυθεί το πρόβλημα εάν οι νόμοι με τους οποίους οι λειτουργίες των γνωστικών μηχανισμών [cognitive apparatus] (του εγκεφάλου) του ανθρώπου (ο εγκέφαλος) καθορίζονται από ένα πεπερασμένο ή άπειρο αριθμό κανόνων. Σε περίπτωση που ο αριθμός των κανόνων αυτών είναι πεπερασμένος, εμφανίζεται αναπόφευκτα μια στιγμή κατά την οποία όλοι θα είναι διαγνωσμένοι και θα έχουν περιγραφεί με ακρίβεια. Η άρνηση αυτού του γεγονότος θα ήταν σαφώς ισοδύναμη με την αποδοχή της ύπαρξης του «Dingen an sich» (πράγματος καθεαυτού). Αλλά αν το γεγονός που αναφέρθηκε δεν απορρίπτεται, τότε ένας υπολογιστής ο οποίος μοντελοποιεί το σύστημα των κανόνων που είχαν ανακαλυφθεί θα συμπεριφερόταν στο πληροφοριακό επίπεδο με τον ίδιο τρόπο όπως ο άνθρωπος, με την προϋπόθεση ότι η ακριβής μοντελοποίηση όλων των εξωτερικών επιρροών που δρουν πάνω στον άνθρωπο είχε πραγματοποιηθεί. Σε περίπτωση που υπάρχει ένα άπειρο σύστημα κανόνων που καθορίζουν τις κανονικότητες (στην πληροφοριακή πτυχή) της λειτουργίας του εγκεφάλου, η κατασκευή ενός ακριβούς πληροφοριακού μοντέλου ενός ανθρώπου θα ήταν δυνατή μόνο σε μια άπειρη χρονική περίοδο, και όλα τα μοντέλα που δημιουργήθηκαν πραγματικά θα διαφέρουν από το μοντελοποιημένο αντικείμενο όχι μόνο με την απόλυτη αλλά και με την πληροφοριακή έννοια.
Η μαρξιστική διαλεκτική δηλώνει το ανεξάντλητο στων ιδιοτήτων της ύλης όχι μόνο στην κλίμακα του σύμπαντος ως όλου, αλλά σε οποιοδήποτε μέρος, οσοδήποτε μικρό. Υπό το φως αυτής της πρότασης, η οποία γενικεύει τη συνολική εμπειρία που συγκεντρώθηκε από τις φυσικές επιστήμες σε όλους τους αιώνες της ύπαρξής τους, δε μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία του ανεξάντλητου των ιδιοτήτων του εγκεφάλου. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι, στη δοσμένη περίπτωση, δεν ενδιαφερόμαστε για όλες τις ιδιότητες του εγκεφάλου, αλλά μόνο για τις πληροφοριακές του ιδιότητες. Ο πεπερασμένος αριθμός των νευρώνων που απαρτίζουν τον εγκέφαλο και ο διακριτικός τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι ίδιοι οι νευρώνες παρέχουν βάσιμο λόγο να πιστεύουμε ότι στο αμιγώς πληροφοριακό επίπεδο, οι πιο σημαντικές πτυχές της λειτουργικότητας του εγκεφάλου καθορίζονται από ένα πεπερασμένο (αν και εξαιρετικά μεγάλο) αριθμό κανόνων. Ωστόσο, συνολικά, οι νόμοι της δραστηριότητας του εγκεφάλου έχουν μελετηθεί, μέχρι στιγμής, τόσο λίγο που θα ήταν, προς το παρόν, καλύτερο να απέχουμε από μια προσπάθεια να προσφέρουμε μια αποφασιστική λύση στο ερώτημα που τίθεται.
Ωστόσο, ακόμη και αν το σύστημα των κανόνων που διέπουν τους νόμους της πληροφοριακής δραστηριότητας του εγκεφάλου ήταν άπειρο, η μοντελοποίηση ενός αρκετά μεγάλου συνόλου των πιο σημαντικών κανόνων αυτού του συστήματος θα είχε ως αποτέλεσμα ότι η συμπεριφορά του μοντέλου για ολοένα μεγαλύτερες χρονικές περιόδους θα συνέπιπτε με εκείνη [τη συμπεριφορά] του εγκεφάλου (στο πληροφοριακό επίπεδο). Έτσι, η κυβερνητική μας δίνει μια εντελώς διαφορετική απάντηση από τη μαθηματική λογική ως προς το ερώτημα της δυνατότητας μοντελοποίησης της διαδικασίας της σκέψης. Όλες οι μορφές της ανθρώπινης σκέψης είναι θεωρητικά ικανές να μοντελοποιούνται (στο πληροφοριακό επίπεδο) σε συνθετικά κυβερνο-συστήματα.
***
Τίθεται ένα φυσικό ερώτημα σχετικά ως προς το εάν το ανωτέρω συμπέρασμα είναι ίσως υπερβολικά αφηρημένο [αφηρημένη δυνατότητα]. Πώς έχουν τα πράγματα με τις πραγματικές δυνατότητες μοντελοποίησης των διαδικασιών της σκέψης σε κυβερνο-συστήματα που ήδη υπάρχουν; Η σύγχρονη κυβερνητική παρέχει μια πλήρη και κάπως απροσδόκητη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Διαπιστώνουμε ότι η μοντελοποίηση οποιασδήποτε διαδικασίας σκέψης είναι θεωρητικά δυνατή με τις κυβερνο-συσκευές στο χέρι ήδη, δηλαδή, αυτό που ονομάζεται ψηφιακός υπολογιστής γενικού σκοπού. Αυτή η αξιοσημείωτη ιδιότητα των υπολογιστών γενικού σκοπού ονομάζεται συνήθως αλγοριθμική καθολικότητα (algorithmic universality).
Το θέμα είναι ότι, ακόμα εντός των ορίων της μαθηματικής λογικής, διαπιστώθηκε ότι ήταν δυνατό να αναπαρίστανται διαφορετικά συστήματα κανόνων για τη μετατροπή αλφαβητικής πληροφορίας ως διαφορετικών συνδυασμών ενός συνόλου στοιχειωδών κανόνων πληροφοριακής μετατροπής, που επιλέχθηκαν μια για πάντα. Με άλλα λόγια, είναι δυνατό να επιλεχθεί (και όχι απλώς με έναν τρόπο) ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχειωδών κανόνων πληροφοριακής μετατροπής τέτοιας φύσης ώστε κάθε μετασχηματισμός αλφαβητικής πληροφορίας που πραγματοποιείται βάσει ενός αυθαίρετου πεπερασμένου συστήματος κανόνων οποιασδήποτε φύσης, ανεξάρτητα από το αν παρουσιάζεται με τη μορφή ενός προγράμματος (ένας πεπερασμένος συνδυασμός κανόνων) που αποτελείται αποκλειστικά από τους αρχικούς στοιχειώδεις κανόνες. Σε αυτή την περίπτωση αναφέρεται ότι το αρχικό σύστημα των στοιχειωδών κανόνων είναι αλγοριθμικά πλήρες (algorithmically complete).
Η προσεκτική ανάλυση έχει δείξει ότι τα συστήματα στοιχειωδών κανόνων (πράξεων [εντολών, operations]) που πραγματοποιούνται από σύγχρονους ψηφιακούς υπολογιστές γενικού σκοπού είναι αλγοριθμικά πλήρη. Αυτό σημαίνει ότι αυτές οι μηχανές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προγραμματίσουν και να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε μετατροπή της πληροφορίας που εκτελείται σύμφωνα με μια ακριβή περιγραφή ενός συστήματος κανόνων. Ας θυμηθούμε ότι οι κανόνες ενός τέτοιου συστήματος μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες που καθορίζουν τυχαίες μεταφορές, καθώς και κανόνες με τη βοήθεια των οποίων μπορούν να πραγματοποιηθούν συστηματικές αλλαγές στο ίδιο το σύνολο των κανόνων.
Με άλλα λόγια, κάθε σύστημα ελέγχου είναι ικανό, στο βαθμό που έχουμε γνώση των νόμων της λειτουργίας του, να μοντελοποιηθεί (στο πληροφοριακό επίπεδο) σε ψηφιακούς υπολογιστές γενικού σκοπού που υπάρχουν ήδη. Έτσι, το ζήτημα της δυνατότητας μοντελοποίησης των διαδικασιών της σκέψης ακόμη και με τη βοήθεια αυτόματων συσκευών έχει ήδη μεταφερθεί από την αμιγώς επιστημολογική σφαίρα και έχει αναχθεί στο ζήτημα της δυνατότητας απόκτησης γνώσης των κανονικοτήτων των διαδικασιών της σκέψης.
Είναι απαραίτητο να σημειωθεί, ωστόσο, ότι είναι συχνά δύσκολο να δημιουργηθούν πολύπλοκα προγράμματα σε υπολογιστές γενικού σκοπού, λόγω της περιορισμένης χωρητικότητας των μονάδων αποθήκευσης (μνήμες) των [υπολογιστικών] μηχανών. Προκειμένου η μηχανή να λειτουργήσει σωστά, πρέπει να είναι σε θέση να φιλοξενήσει ολόκληρο το πρόγραμμα στη μνήμη της. Η διέξοδος από αυτή τη δυσκολία βρίσκεται στο γεγονός ότι, εκτός από μια γρήγορη εσωτερική (ευέλικτη) μνήμη αρκετά μικρής χωρητικότητας, οι σύγχρονοι υπολογιστές γενικού σκοπού έχουν αυτό που ονομάζεται εξωτερικές μονάδες αποθήκευσης, χρησιμοποιώντας μαγνητική ταινία. Είναι αλήθεια ότι όταν χρησιμοποιείται μια εξωτερική μνήμη, η ταχύτητα της [υπολογιστικής] μηχανής μειώνεται σημαντικά, αλλά η χωρητικότητά της γίνεται πρακτικά απεριόριστη. Αν λάβουμε υπόψη ότι οι σύγχρονοι υπολογιστές είναι ικανοί για αυτόματη τροφοδοσία στις εσωτερικές τους μνήμες οποιασδήποτε πληροφορίας καταγεγραμμένης σε μαγνητική ταινία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είναι κατ’ αρχήν δυνατό να μοντελοποιήσουμε οποιεσδήποτε διαδικασίες της σκέψης με τη βοήθεια τέτοιων μηχανών.
Φυσικά, στην επαφή τους με τον εξωτερικό κόσμο, οι σημερινοί υπολογιστές γενικού σκοπού κανονικά δε χρησιμοποιούν τον πλούτο των συγκεκριμένων μορφών σημασίας [denotation] της πληροφορίας, οι οποίες είναι διαθέσιμες στον άνθρωπο. Οι περισσότερες μηχανές λειτουργούν αποκλειστικά με αριθμητικές πληροφορίες, και κάποιες επίσης με πληροφορίες σε μορφή γραμμάτων, ενώ ο άνθρωπος έχει την ικανότητα αντίληψης οποιονδήποτε και όλων των οπτικών εικόνων, επεξεργασίας ακουστικής πληροφορίας, κ.λπ. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, όταν κανείς υιοθετεί μια αμιγώς πληροφοριακή προσέγγιση στο ζήτημα της μοντελοποίησης των διαδικασιών της σκέψης, αυτή η φτώχεια των μέσων πληροφοριακής επαφής-επικοινωνίας [informational intercourse] μεταξύ των μηχανών και του εξωτερικού κόσμου δεν έχει καμία σημασία.
Επιπλέον, η σύγχρονη τεχνολογία περιλαμβάνει ήδη γνώση των αρχών με τις οποίες μπορούν να κατασκευαστούν συσκευές οι οποίες επιτρέπουν στους υπολογιστές όχι μόνο να επιτυγχάνουν, αλλά ουσιαστικά να υπερβαίνουν, ποιοτικά και ποσοτικά, αυτά τα μέσα πληροφοριακής επαφής-επικοινωνίας με τον εξωτερικό κόσμο που διαθέτει ο άνθρωπος. Ακόμη και σήμερα, ορισμένοι από τους μεγάλους υπολογιστές, όπως η μηχανή «Κίεβο» στο Ινστιτούτο Κυβερνητικής της Ουκρανικής Ακαδημίας Επιστημών, είναι εξοπλισμένοι με συσκευές για την αντίληψη σχεδίων κάθε είδους. Εκτελούνται επιτυχημένα πειράματα για τον εξοπλισμό υπολογιστών με «όργανα ακοής» και «όργανα ομιλίας» για να επιτραπεί η επαφή με τον εξωτερικό κόσμο μέσω ακουστικής πληροφορίας. Υπάρχουν ακόμη πολλές τεχνικές δυσκολίες που πρέπει να ξεπεραστούν πριν επιλυθούν πλήρως προβλήματα αυτού του τύπου, αλλά το γεγονός ότι είναι κατ’ αρχήν επιλύσιμα δεν αποτελεί πλέον θέμα αμφιβολίας για κανέναν.
***
Οι πρακτικά απεριόριστες δυνατότητες για τη μοντελοποίηση των διαδικασιών της σκέψης από τους υπολογιστές θέτει εξαιρετικά σημαντικά προβλήματα στις ειδικές επιστήμες, και στη φιλοσοφία. Ένα από αυτά είναι το έργο της αυτοματοποίησης της ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου (automating man’s mental activity). Ιστορικά, η ανάγκη να αναπτυχθούν μηχανές για τον πολλαπλασιασμό των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου ανέκυψε εδώ και πολύ καιρό, ενώ το καθήκον του πολλαπλασιασμού της διανοητικής ικανότητας του ανθρώπου τίθεται πλήρως μόνο σήμερα. Φυσικά, μεμονωμένες και, ιδιαίτερα, απλές πτυχές της διανοητικής δραστηριότητας του ανθρώπου έχουν κάνει από καιρό χρήση των υπηρεσιών διαφόρων τεχνητών μέσων. Για παράδειγμα, η εφεύρεση της γραφής και της εκτύπωσης κατέστησε δυνατή μια σαφή βελτίωση σε τέτοιες πτυχές της πνευματικής δραστηριότητας του ανθρώπου, όπως η συσσώρευση και η ανταλλαγή γνώσης. Χρησιμοποιήθηκαν μηχανικά μέσα (μηχανές υπολογισμού και όργανα) για τη συμπλήρωση των περιορισμένων ικανοτήτων του ανθρώπου για να μετρά/καταμετρά και, ιδιαίτερα, για σύνθετους υπολογισμούς.
Αυτά τα παραδείγματα δε θα εκπλήξουν κανέναν όχι μόνο επειδή είναι κοινή γνώση, αλλά και επειδή έχουν να κάνουν με τη μηχανοποίηση πτυχών της πνευματικής δραστηριότητας του ανθρώπου οι οποίες παίζουν αυτό που είναι προφανώς ένας υποδεέστερος ρόλος στη διαδικασία της σκέψης ως όλου. Αλλά σήμερα ο στόχος της αυτοματοποίησης σημαντικά υψηλότερων πτυχών της διαδικασίας της σκέψης έρχεται όλο και περισσότερο εγγύτερα.
Ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα είναι αυτό της αυτοματοποίησης της διεύθυνσης-διοίκησης της οικονομίας (automating the management of the economy). Ακόμη και στην παρούσα κλίμακα της παραγωγής, η ορθολογική διεύθυνση και ο σχεδιασμός [σχεδιοποίηση] είναι περιορισμένες ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της χωρητικότητας πληροφορίας (information capacity) του ανθρώπου. Ένα άτομο το οποίο είναι μέρος του συστήματος διεύθυνσης της οικονομίας της χώρας (στο πλαίσιο περιφερειακών οικονομικών συμβουλίων, επιτροπών κρατικού σχεδιασμού κ.λπ.) είναι ικανό να επεξεργάζεται, κατά τη διάρκεια μιας εργάσιμης ημέρας, μόνο ένα δεδομένο όγκο πληροφορίας. Μπορεί να διαβάσει και να συντάξει ένα δεδομένο αριθμό εκθέσεων-αναφορών καταγραφών και περιλήψεων, μπορεί να συνομιλήσει μόνο με έναν καθορισμένο αριθμό ανθρώπων, μπορεί να εξετάσει μόνο έναν ορισμένο αριθμό παραλλαγών ενός σχεδίου, κ.λπ. Ωστόσο, η ποσότητα της εργασίας που απαιτεί επεξεργασία είναι τεράστια και αυξάνεται με την αύξηση της παραγωγής.
Εντός αυτής της σύνδεσης ανακύπτει ένα δίλημμα. Πρέπει είτε να αυξάνει κανείς επ’ αόριστον τον αριθμό των ατόμων που εμπλέκονται με τη διεύθυνση είτε να συμβιβαστεί με αναπόφευκτα κενά στην πληροφόρηση, τα οποία επηρεάζουν την ποιότητα της διεύθυνσης και του σχεδιασμού [της σχεδιοποίησης]. Εάν λάβουμε ως βάση τη στάθμη του σχεδιασμού το 1960, η επεξεργασία πληροφορίας για τον όγκο της παραγωγής που προβλέπεται για το 1980 θα απαιτούσε την απασχόληση ολόκληρου του ενήλικου πληθυσμού της ΕΣΣΔ στη διεύθυνση. Φυσικά, μια ορισμένη εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί με την περαιτέρω βελτίωση στις οργανωτικές μορφές της διεύθυνσης, αλλά η περιορισμένη πληροφοριακή χωρητικότητα [information capacity] του ανθρώπου θέτει τα καθορισμένα όρια και σε αυτή την κατεύθυνση.
Ποια είναι η έξοδος; Μπορεί να υπάρξει μόνο μία: η εισαγωγή της σύγχρονης τεχνολογίας και της αυτοματοποίησης όχι μόνο στη σφαίρα της παραγωγής, αλλά και στη σφαίρα της διεύθυνσης. Μόνο με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να βελτιωθεί απότομα η ποιότητα του σχεδιασμού [της σχεδιοποίησης] και της διεύθυνσης-διοίκησης χωρίς αύξηση του αριθμού των ατόμων που εμπλέκονται στη σφαίρα της διεύθυνσης, αλλά ακόμη και με μείωση αυτού του αριθμού.
Το δεύτερο καθήκον είναι η αυτοματοποίηση των διαδικασιών της επιστημονικής δημιουργικότητας. Μέχρι στιγμής η αύξηση του ρυθμού της ακαδημαϊκής έρευνας έχει επιτευχθεί κυρίως με την αύξηση του αριθμού των ερευνητών. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι εάν συνεχιστεί η υπάρχουσα κλίμακα αυξήσεων του αριθμού του επιστημονικού προσωπικού, θα πρέπει να υπάρχει χίλιες φορές περισσότερο επιστημονικό προσωπικό εντός 100 ή 150 ετών. Με άλλα λόγια, ολόκληρος ο πληθυσμός της γης θα πρέπει να εμπλακεί με την επιστήμη. Ακόμη και σήμερα, οι περιορισμοί της πληροφοριακής χωρητικότητας του ανθρώπου αρχίζουν να γίνονται αισθητοί στα ποσοστά της επιστημονικής προόδου. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός επιστημονικών προβλημάτων για την επίλυση των οποίων οι μελετητές πρέπει να ξοδέψουν χρόνια και δεκαετίες, ακόμη και όταν έχουν ήδη ληφθεί όλα τα πειραματικά δεδομένα που απαιτούνται για την επίλυσή τους. Απαιτείται πολύς χρόνος για τη συγκέντρωση σε ένα μέρος όλου του υλικού που είναι διασκορπισμένο σε όλες τις αμέτρητες επιστημονικές δημοσιεύσεις και για τη σκέψη μέσω των πολλών παραλλαγών των απαγωγικών κατασκευών [deductive constructs] στις οποίες αυτά τα γεγονότα μπορούν να συντεθούν.
Αυτό το είδος εργασίας υπόκειται επίσης σε αυτοματοποίηση, παρά το γεγονός ότι πολύπλοκες απαγωγικές κατασκευές (συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης νέων θεωρών) θεωρούνται από καιρό ότι εμπίπτουν στην κατηγορία των υψηλότερων μορφών ανθρώπινης δημιουργικής δραστηριότητας. Η απασχόληση ακόμη και των σημερινών ψηφιακών υπολογιστών γενικού σκοπού θα καθιστούσε δυνατή την επιτάχυνση της προόδου της επιστήμης πολλές φορές.
Οι πρακτικές επιτυχίες που έχουν ήδη σημειωθεί στην αυτοματοποίηση των διαδικασιών επιστημονικής δημιουργικότητας είναι ακόμη μικρές σε σχέση με την πρόοδο που έχει γίνει στην αυτοματοποίηση της σχεδιοποίησης. Ωστόσο, τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη γίνει. Έτσι, το 1958, το Υπολογιστικό Κέντρο (τώρα Ινστιτούτο Κυβερνητικής) της Ουκρανικής Ακαδημίας Επιστημών επαλήθευσε τις αποδείξεις των θεωρημάτων που προτάθηκαν ένα χρόνο νωρίτερα σε ένα από τα νέα πεδία των μαθηματικών. Πριν από λίγο καιρό, ο διακεκριμένος μαθηματικός Hao Wang κατάφερε με επιτυχία να κατασκευάσει ένα πρόγραμμα με το οποίο λήφθηκε αυτοματοποιημένη απόδειξη ενός αριθμού θεωρημάτων μαθηματικής λογικής, συμπεριλαμβανομένου ενός άγνωστου μέχρι πρότινος αριθμού.
***
Υπό το φως των ανωτέρω, είναι απαραίτητο να ληφθεί μια νέα προσέγγιση για την ανάλυση των δυνατοτήτων των προγραμματιζόμενων υπολογιστών, και, ιδιαίτερα, για την επίλυση του ερωτήματος εάν μια μηχανή μπορεί να «σκέφτεται» καλύτερα από το σχεδιαστή της. Η αρνητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα που δίνεται από τους περισσότερους ανενημέρωτους ανθρώπους είναι περισσότερο συναισθηματική παρά ορθολογική. Οι διαδικασίες και τα παραδείγματα της αυτοματοποίησης της πνευματικής δραστηριότητας που έχουμε προσκομίσει δείχνουν ότι η δυνατότητα ότι μια μηχανή μπορεί να ξεπεράσει το δημιουργό της εντός μίας καθορισμένης έννοιας γίνεται πραγματικότητα.
Το γεγονός είναι ότι δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι δε θα υπήρχε κανένα νόημα στην ανάπτυξη μιας μηχανής για την αυτοματοποίηση οποιαδήποτε διαδικασίας σκέψης εάν αυτή εκτελούσε αυτή τη διαδικασία λιγότερο καλά από τον κατασκευαστή της. Αλλά τι γίνεται με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η μηχανή λειτουργεί σύμφωνα με ένα πρόγραμμα που εκπονήθηκε για αυτή από τον άνθρωπο; Μερικές φορές αυτό θεωρείται ως απόδειξη του γεγονότος ότι η μηχανή δε μπορεί ποτέ να ξεπεράσει το δημιουργό της. Στην πραγματικότητα, όμως, η διαλεκτική της διαδικασίας διδασκαλίας (τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τη μηχανή) είναι τέτοια που η ικανότητα να διδάξεις κάτι δε συμπεριλαμβάνει απαραίτητα την ικανότητα του δασκάλου να πραγματοποιήσει το πρόγραμμα που εντυπωσιάζει το μαθητή.
Σε σχέση με τον άνθρωπο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία επ’ αυτού. Διότι, αν δε συνέβαινε αυτό, οι μαθητές δε θα μπορούσαν ποτέ να ξεπεράσουν τους δασκάλους τους και, κατά συνέπεια, η επιστήμη και η τέχνη θα μπορούσαν μόνο να εκφυλιστούν ή να παραμείνουν σε στατικό επίπεδο. Αλλά αυτό έρχεται σε αντίθεση με το προφανές γεγονός. Και πώς έχουν τα πράγματα όταν έχουμε να κάνουμε με μια μηχανή; Η διαδικασία διδασκαλίας μιας μηχανής δε διαφέρει από αυτή την άποψη θεμελιωδώς από εκείνη της διδασκαλίας ενός ανθρώπου. Οι σημερινοί υπολογιστές είναι ανώτεροι από τον πιο ικανό μαθητή από μία τουλάχιστον άποψη, δηλαδή, στην ταχύτητα και την ακρίβεια με την οποία εκτελούν τις στοιχειώδεις πράξεις [elementary operations] επί των οποίων όλες οι διαδικασίες σκέψης, σε τελευταία ανάλυση, χτίζονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η μηχανή «μαθητής» να αποδειχθεί σε θέση να εκτελέσει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένα πρόγραμμα που ο προγραμματιστής-«δάσκαλος» δε θα μπορούσε να εκτελέσει σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του.
Με την πρώτη ματιά, το σημείο της ανωτερότητας των μηχανών έναντι των ανθρώπων φαίνεται αμιγώς ποσοτικής φύσης. Αλλά, αφού έχουμε αυξήσει την ταχύτητα ενός μετατροπέα πληροφορίας κατά ένα δοσμένο παράγοντα (έναν καθαρά ποσοτικό δείκτη), φτάνουμε σε ένα ποιοτικά νέο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, μια μηχανή, που χρησιμοποιεί μόνο τη γνώση που κατέχει οποιοσδήποτε αρχάριος στο σκάκι, μπορεί να νικήσει τους μεγάλους δασκάλους και, φυσικά, μπορεί να νικήσει το άτομο το οποίο προγραμμάτισε αυτή την πληροφορία στη μηχανή.
Δεν είναι δύσκολο να δούμε, ωστόσο, ότι σε αυτή την κατάσταση δεν υπάρχει οποιαδήποτε ανακάλυψη από τη μηχανή νέων γεγονότων αγνώστων (με τη θεωρητική έννοια) για το δημιουργό της. Ίσως εδώ έγκειται το μυστικό της ανωτερότητας του ανθρώπου από τη μηχανή. Η προσεκτική ανάλυση μας υποχρεώνει να δώσουμε αρνητική απάντηση στην ερώτηση.
Η δυνατότητα ανακάλυψης νέων γεγονότων εντελώς άγνωστων στο δημιουργό μιας μηχανής και των προγραμμάτων της περιέχεται στους ψηφιακούς υπολογιστές γενικού σκοπού που υπάρχουν ήδη. Ας ξεκινήσουμε εξετάζοντας ένα αρκετά τετριμμένο παράδειγμα. Γνωρίζουμε ότι οι πράξεις που εκτελούνται από ψηφιακούς υπολογιστές γενικού σκοπού περιλαμβάνουν αυτό που ονομάζεται πράξη μεταφοράς υπό συνθήκη [operation of conditional transfer], επιτρέποντας σε μια μηχανή να αλλάζει αυτόματα την ακολουθία των υπολογισμών σύμφωνα με τα ενδιάμεσα ευρήματα. Χωρίς να γνωρίζει επακριβώς τη φύση των εργασιών που πρέπει να επιλυθούν, ο προγραμματιστής εισάγει στη μηχανή διάφορες παραλλαγές μιας πιθανής λύσης, αφήνοντας στην ίδια τη μηχανή να επιλέξει την παραλλαγή που χρειάζεται. Μπορεί να συμβεί η μηχανή να μη χρησιμοποιήσει ποτέ κάποιες από αυτές τις παραλλαγές, αλλά ο προγραμματιστής δεν το ξέρει αυτό και δε θα το ξέρει ποτέ εκτός αν η μηχανή τον ενημερώσει για την κατάσταση.
Είναι σαφές ότι το γεγονός που μαθεύτηκε έτσι θα είναι εντελώς νέο για τον προγραμματιστή και θα εμπλουτίσει αναμφισβήτητα τη γνώση με την οποία ήταν υποχρεωμένος να ξεκινήσει. Όταν [ο προγραμματιστής] επινοεί ένα νέο πρόγραμμα, θα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αυτή τη νέα γνώση, θα εξαλείψει τις περιττές παραλλαγές και έτσι θα απλοποιήσει τη μέθοδο επίλυσης της τάξης των υπό εξέταση προβλημάτων. Είναι επίσης δυνατό να διευθετηθεί η εκτέλεση αυτών των απλουστεύσεων από την ίδια τη μηχανή. Αυτό το παράδειγμα μπορεί να αποδειχθεί μη πειστικό λόγω της ακραίας απλότητας του νέου γεγονότος που διαπιστώθηκε από τη μηχανή, και επειδή όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ είναι μια απλοποίηση αυτού που είναι ήδη γνωστό, και όχι η καθιέρωση μιας νέας μεθόδου. Γι’ αυτό, ας εξετάσουμε ένα πιο σύνθετο παράδειγμα.
Γνωρίζουμε ότι η ανθρωπότητα χρειάστηκε αρκετούς αιώνες για να ανακαλύψει μια γενική μέθοδο για τη λύση των τετραγωνικών εξισώσεων. Ωστόσο, ακόμη και αν κάποιος δεν έχει καμία γνώση αυτής της μεθόδου, δεν είναι δύσκολο να γράψει ένα πρόγραμμα μέσω του οποίου ο σύγχρονος ψηφιακός υπολογιστής γενικού σκοπού μπορεί να ανακαλύψει αυτή τη μέθοδο μέσα σε λίγα λεπτά και να παρέχει τον κατάλληλο τύπο στον προγραμματιστή. Για να γίνει αυτό, πρέπει το μηχάνημα [να προγραμματιστεί] να εκτελεί-διατρέχει διάφορες ακολουθίες των στοιχειωδών πράξεων του, και αυτόματα να ελέγχει την ορθότητα των λύσεων που βρέθηκαν από τη χρήση τους [την εκτέλεση των στοιχειωδών πράξεων του υπολογιστή], μέσω της αντικατάστασης αυτών των λύσεων στην αρχική τετραγωνική εξίσωση και της καταγραφής της ακολουθίας των πράξεων που δίνει τη σωστή απάντηση.
Αυτό το παράδειγμα αποτελεί μια από τις απλούστερες περιπτώσεις των λεγόμενων προγραμμάτων αυτο-εκμάθησης που αναπτύσσονται με επιτυχία από σύγχρονους ψηφιακούς υπολογιστές γενικού σκοπού. Στην αναζήτηση μιας νέας μεθόδου, εάν το πρόγραμμα καταστεί πιο σύνθετο από τη χρησιμοποίηση των μεθόδων που έχουν ήδη βρεθεί από τη μηχανή, καθίσταται έτσι δυνατό να μοντελοποιηθεί με επιτυχία η δημιουργική δραστηριότητα μιας ολοένα και υψηλότερης τάξης. Στην πορεία αυτής της μοντελοποίησης, καθίσταται δυνατό να αναγκάσουμε το μηχάνημα αυτόματα να δημιουργήσει νέα προβλήματα για τον εαυτό του και να βρει τις λύσεις τους.
Σε αυτά τα παραδείγματα, μεμονωμένα κομμάτια γνώσης η οποία αποκτήθηκε από την ανθρωπότητα σε αρκετά υψηλά επίπεδα της ανάπτυξής της (όπως η ιδέα των διαδοχικών δοκιμών των παραλλαγών) εξακολουθούν να τροφοδοτούνται στη μηχανή. Ωστόσο, είναι δυνατό να προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο στη μοντελοποίηση των διαδικασιών της αυτοδιδασκαλίας. Έτσι, στο Ινστιτούτο Κυβερνητικής της Ουκρανικής Ακαδημίας Επιστημών, η γνωσιακή διαδικασία [the [process of cognizing] ενός μάλλον πολύπλοκου νόμου της φύσης μοντελοποιήθηκε με επιτυχία από μια ομάδα αυτόματων μηχανών, οι οποίες τροφοδοτούνταν, στην αρχική τους δομή, πληροφορία που περιορίζονται στους βιολογικούς νόμους που χαρακτηρίζουν όλες τις εξελικτικές διαδικασίες.
Είναι επίσης κατ’ αρχήν δυνατό να τροφοδοτηθεί σε μια μηχανή πληροφορία σχετικά με τους βασικούς νόμους της ανάπτυξης της ζωής (κληρονομικότητα, μετάλλαξη, φυσική επιλογή), στη συνέχεια, παρέχοντας πληροφορίες περί των φυσικών διεργασιών που έχουν αποκαλυφθεί στη γη από την εμφάνιση της ζωής, απαιτείται από τη μηχανή να προχωρήσει μέσα από όλα τα στάδια της εξέλιξης (καθαρά στο πληροφοριακό επίπεδο, φυσικά), ξεκινώντας από πρωτόγονο πρωτόπλασμα, και να προχωρήσει στην εμφάνιση και την ανάπτυξη πολύ υψηλών μορφών εγκεφαλικής δραστηριότητας. Σε ένα τέτοιο εγχείρημα, η αρχική πληροφορία με την οποία ο προγραμματιστής τροφοδοτεί τη μηχανή θα μειωνόταν στο ελάχιστο, και ολόκληρος ο τεράστιος όγκος της πληροφορίας ο οποίος διακρίνει (όχι μόνο ποσοτικά, αλλά ποιοτικά) τις υψηλότερες μορφές συνείδησης από τους απλούστερους τρόπους αντανάκλασης της πραγματικότητας που είναι εγγενείς στις χαμηλότερες μορφές ζωής θα πρέπει να λαμβάνονται από τους νόμους του κόσμου γύρω μας. Φυσικά, αυτή η δυνατότητα δεν είναι κάτι που μπορεί να καρποφορήσει επί του παρόντος, και επειδή η ιστορία της γης και οι μηχανισμοί της κληρονομικότητας είναι ανεπαρκώς γνωστοί, και επειδή οι σημερινοί ψηφιακοί υπολογιστές δεν είναι ακόμη αρκετά γρήγοροι και δεν έχουν επαρκή χωρητικότητα αποθήκευσης.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, μπορεί να δηλωθεί ότι οι υπολογιστές είναι ικανοί όχι μόνο να μοντελοποιήσουν (σε πληροφοριακό επίπεδο) τις διαδικασίες της ανθρώπινης διανοητικής δραστηριότητας, αλλά μπορούν σημαντικά να ξεπεράσουν τον άνθρωπο από αυτή την άποψη. Το καθήκον της κατασκευής μηχανών που μπορούν να πολλαπλασιάζουν τις διανοητικές και, ιδιαίτερα, δημιουργικές ικανότητες απεριόριστα, είναι ένα πρακτικό εγχείρημα μεγάλης σημασίας σήμερα.
Αλλά όλα αυτά δεν εξευτελίζουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου λόγου [λογικού, reason] και κλονίζουν την πεποίθησή μας στις απεριόριστες ικανότητες της ανθρώπινης ιδιοφυΐας; Χίλιες φορές όχι! Αντιθέτως, η αποδοχή της ιδέας της υποτιθέμενης αδυναμίας του ανθρώπου να πολλαπλασιάσει τις διανοητικές του δυνάμεις με τη βοήθεια συσκευών που παράγονται από την πρόοδο της μηχανικής είναι αυτό που νερό στο μύλο των σκεπτικιστών, αγνωστικιστών και ιδεαλιστών όλων των ποικιλιών. Το μεγαλείο του ανθρώπινου λόγου [της ανθρώπινης λογικής, human reason] συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι βρίσκει τρόπους να ξεπεράσει τους περιορισμούς που του [της] τίθενται από τη φύση, μέσω της ενσωμάτωσης σε μηχανές της θέλησης, της εργασίας και της συλλογιστικής [reasoning] πολλών γενεών της ανθρωπότητας.
Δε μπορεί κανείς να αμφιβάλλει ότι, στο μέλλον, ένα όλο και πιο σημαντικό μέρος των νόμων του κόσμου γύρω μας θα να διαγνωστούν [be cognized] και να χρησιμοποιηθούν από τους αυτόματους βοηθούς του ανθρώπου. Αλλά είναι εξίσου πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το μόνο που είναι πιο σημαντικό στις διαδικασίες της σκέψης και της γνωστικής διαδικασίας θα είναι πάντα η επαρχία του ανθρώπου [the province of man]. Η εγκυρότητα αυτού του συμπεράσματος καθορίζεται ιστορικά. Καμία μελλοντική πρόοδος της τεχνικής υπολογιστών δε μπορεί να αλλάξει το αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός ότι ήταν ο άνθρωπος που δημιούργησε τις μηχανές, όχι το αντίστροφο. Έτσι, οι μηχανές, συμπεριλαμβανομένων των «ευφυέστερων» εξ αυτών, ανάγονται με την κοινωνική έννοια στην κατάσταση [status] των απλών εργαλείων η λειτουργία των οποίων είναι να πολλαπλασιάσουν τις δυνάμεις του ανθρώπου και να μην τις αντικαταστήσουν. Γι’ αυτό, αν και οι υπολογιστές είναι σε θέση θεωρητικά να θέσουν στους εαυτούς τους στόχους προς επίλυση, η τοποθέτηση των πιο αποφασιστικών στόχων, που καθορίζονται από τα συμφέροντα της κοινωνίας που αναπτύσσονται και τελειοποιούνται ασταμάτητα, θα παραμείνει πάντα προνόμιο του ανθρώπου.
Η πρόοδος της κυβερνητικής, η οποία αυξάνει σημαντικά τις διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου, δείχνει ότι οι επαρκώς προηγμένοι υπολογιστές -και αυτοί που υπάρχουν ήδη και, ιδιαίτερα, αυτοί που θα αναπτυχθούν στο μέλλον- μπορούν να ξεπεράσουν τον άνθρωπο στην επεξεργασία πληροφοριών. Είναι θεωρητικά δυνατό να δημιουργηθεί ένας υπολογιστής που, υπό αυτή την έννοια, θα «σκέφτεται» καλύτερα από κάθε δοσμένο άτομο ή ομάδα ατόμων.
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, με την κοινωνική και ιστορική έννοια, η ανθρωπότητα δεν αποτελείται από ένα απλό άθροισμα ανθρώπων. Η διανοητική και φυσική δύναμη της ανθρωπότητας καθορίζεται όχι μόνο από το άθροισμα των ανθρώπινων μυών και του εγκεφάλου, αλλά από όλες τις υλικές και διανοητικές αξίες που έχει δημιουργήσει. Μ’ αυτή την έννοια, καμία μηχανή και κανένα σύνολο μηχανών, τα οποία είναι, σε τελευταία ανάλυση, προϊόντα των συλλογικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου, δε μπορούν να «σκεφτούν» καλύτερα από την ανθρωπότητα ως όλο, γιατί σε οποιαδήποτε τέτοια σύγκριση η μηχανή τοποθετείται στη μία πλευρά της ζυγαριάς, και από την άλλη πρέπει να τοποθετηθεί όλη η ανθρωπότητα και η τεχνολογία που έχει δημιουργήσει, η οποία περιλαμβάνει , φυσικά, το ίδιο το υπό εξέταση μηχάνημα.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, ιστορικά, η λειτουργία της λήψης του τελικού προσδιορισμού των διανοητικών καθώς και των υλικών αξιών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δημιουργήθηκαν από μηχανές, θα ανήκει πάντα στην ανθρωπότητα, έτσι ώστε μ’ αυτή την έννοια επίσης η μηχανή δε μπορεί ποτέ να ξεπεράσει τον άνθρωπο.
Έτσι, είμαστε σε θέση να συμπεράνουμε ότι στο επίπεδο καθαρά της πληροφορίας, οι κυβερνο-μηχανές όχι μόνο μπορούν αλλά αναμφισβήτητα πρέπει να ξεπεράσουν τον άνθρωπο, και ότι σε μια σειρά από σχετικά στενά, ακόμα, πεδία, ήδη το κάνουν αυτό σήμερα. Αλλά με την κοινωνικο-ιστορική έννοια αυτές οι μηχανές ποτέ δε θα είναι τίποτα περισσότερο από ενισχύσεις, και τα εργαλεία του ανθρώπου. Μια ανάλογη κατάσταση ισχύει στο βιολογικό πεδίο. Αν και οι υπολογιστές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μοντελοποίηση, στο πληροφοριακό επίπεδο, οποιεσδήποτε επιθυμητές πτυχές της εξελικτικής διαδικασίας, στην πραγματική διαδικασία της εξέλιξης που συμβαίνει στη γη, τη ζωή και τη συνείδηση ανέκυψε και δε θα μπορούσε παρά μόνο να εμφανιστεί ως η μορφή της ύπαρξης των πρωτεϊνών. Αλλά οι μορφές αντανάκλασης της πραγματικότητας χαρακτηριστικές των υπολογιστών θα μπορούσαν να ανακύψουν και πραγματικά ανέκυψαν μόνο όταν ένα αρκετά υψηλό επίπεδο ανάπτυξης της ανθρώπινης συνείδησης έχει επιτευχθεί.